εὐχερής: Difference between revisions
(6_7) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐχερής''': -ές, (χεὶρ) ὃν εὐκόλως χειρίζεταί τις, [[εὔκολος]], [[ἀκίνδυνος]], οἱ ἐν ὑστερικαῖς σπασμοὶ εὐχερεῖς Ἱππ. Προρρ. 77· [[βίος]] Πλάτ. Πολιτικ. 266C. Θάλασσα... μεγάλαις ναυσὶν οὐκ εὐχ. Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 84· εὐχερές ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Βατραχομ. 62· πάντα [[ταῦτα]] ἐν εὐχερεῖ ἔθου, «τὰ ἐπῆρες ἐλαφρά», δὲν ἔδωκες εἰς αὐτὰ προσοχήν, Σοφ. Φιλ. 875· τὸ εὐχερὲς τῶν ὀνομάτων, ὁ [[εὔκολος]] [[οὗτος]] [[τρόπος]] τῆς χρήσεως αὐτῶν, Πλάτ. Θεαίτ. 184C: - Ἐπίρρ. εὐχερῶς ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 117C, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ προσώπων, εὐκολοκυβέρνητος, [[ἐνδοτικός]], [[αὐτάρκης]], ὑποχωρῶν, [[ἀγαθός]], Σοφ. Φιλ. 519· [[οὕτως]]... εὐχ. ἀνὴρ Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 9. 8· εὐχ. θεὸν λέγεις Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ», 4. 5· ἡ ὗς... εὐχερέστατον πρὸς πᾶσαν τροφὴν τῶν ζῴων ἐστίν, εὐκολωτάτη εἰς τὸ νὰ ἐσθίῃ παντὸς εἴδους τροφήν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8., 6, 2· - συχνὸν ἐν τῷ Ἐπιρρ., εὐχερῶς φέρειν Πλάτ. Πολ. 474Α· εὐχ. ἔχειν [[πρός]] τι Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 4. 3· -έστερον Ξεν. Λακ. 2, 5· - Ὑπερθ. -έστατα Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 88. ΙΙ. [[ἐπιτήδειος]], [[ἱκανός]], [[ἄξιος]], καὶ τῆς τε πολεμικῆς χρείας, τῆς κατ’ ἄνδρα μὲν καὶ κατ’ ἰδίαν εὐχερεῖς καὶ πρακτικοὶ Πολύβ. 4. 8, 9. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὡς τὸ [[ῥᾳδιουργός]], ὁ εὐκόλως καὶ [[ἀσυστόλως]] πράττων πᾶσαν ἀτιμίαν, Δημ. 557. 28, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 29, 5. - Ἐπίρρ. -ρῶς, ἀπερισκέπτως, ἀνοήτως, ὦ λέγων εὐχερῶς ὅ τι ἂν βουληθῇς Δημ. 248. 11, πρβλ. 315. 3· εὐχερῶς πως Πλάτ. Θεαίτ. 154Β· - Συγκρ. -έστερον Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 7, 11. | |lstext='''εὐχερής''': -ές, (χεὶρ) ὃν εὐκόλως χειρίζεταί τις, [[εὔκολος]], [[ἀκίνδυνος]], οἱ ἐν ὑστερικαῖς σπασμοὶ εὐχερεῖς Ἱππ. Προρρ. 77· [[βίος]] Πλάτ. Πολιτικ. 266C. Θάλασσα... μεγάλαις ναυσὶν οὐκ εὐχ. Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 84· εὐχερές ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Βατραχομ. 62· πάντα [[ταῦτα]] ἐν εὐχερεῖ ἔθου, «τὰ ἐπῆρες ἐλαφρά», δὲν ἔδωκες εἰς αὐτὰ προσοχήν, Σοφ. Φιλ. 875· τὸ εὐχερὲς τῶν ὀνομάτων, ὁ [[εὔκολος]] [[οὗτος]] [[τρόπος]] τῆς χρήσεως αὐτῶν, Πλάτ. Θεαίτ. 184C: - Ἐπίρρ. εὐχερῶς ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 117C, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ προσώπων, εὐκολοκυβέρνητος, [[ἐνδοτικός]], [[αὐτάρκης]], ὑποχωρῶν, [[ἀγαθός]], Σοφ. Φιλ. 519· [[οὕτως]]... εὐχ. ἀνὴρ Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 9. 8· εὐχ. θεὸν λέγεις Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ», 4. 5· ἡ ὗς... εὐχερέστατον πρὸς πᾶσαν τροφὴν τῶν ζῴων ἐστίν, εὐκολωτάτη εἰς τὸ νὰ ἐσθίῃ παντὸς εἴδους τροφήν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8., 6, 2· - συχνὸν ἐν τῷ Ἐπιρρ., εὐχερῶς φέρειν Πλάτ. Πολ. 474Α· εὐχ. ἔχειν [[πρός]] τι Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 4. 3· -έστερον Ξεν. Λακ. 2, 5· - Ὑπερθ. -έστατα Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 88. ΙΙ. [[ἐπιτήδειος]], [[ἱκανός]], [[ἄξιος]], καὶ τῆς τε πολεμικῆς χρείας, τῆς κατ’ ἄνδρα μὲν καὶ κατ’ ἰδίαν εὐχερεῖς καὶ πρακτικοὶ Πολύβ. 4. 8, 9. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὡς τὸ [[ῥᾳδιουργός]], ὁ εὐκόλως καὶ [[ἀσυστόλως]] πράττων πᾶσαν ἀτιμίαν, Δημ. 557. 28, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 29, 5. - Ἐπίρρ. -ρῶς, ἀπερισκέπτως, ἀνοήτως, ὦ λέγων εὐχερῶς ὅ τι ἂν βουληθῇς Δημ. 248. 11, πρβλ. 315. 3· εὐχερῶς πως Πλάτ. Θεαίτ. 154Β· - Συγκρ. -έστερον Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 7, 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>I.</b> facile à manier, maniable, dont on peut venir à bout ; <i>en parl. de pers.</i> serviable, obligeant, sociable;<br /><b>II.</b> facile, aisé : [[τι]] [[ἐν]] εὐχερεῖ τίθεσθαι SOPH regarder qch comme facile;<br /><b>III.</b> <i>p. ext.</i> qui se laisse aller à <i>d’ord. en mauv. part</i> :<br /><b>1</b> enclin à : [[πρός]] [[τι]] à qch (passion, colère, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> <i>abs.</i> qui se laisse aller, insouciant, négligent;<br /><b>3</b> <i>au mor.</i> relâché, sans scrupules.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[χείρ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A tolerant of or indifferent to evil, unpleasantness or inaccuracy, not squeamish, ἡ ὗς -έστατον πρὸς πᾶσαν τροφὴν ζῴων ἐστίν Arist. HA595a18; οὐδενὸς γὰρ πώποτε ἀπέβαλεν ὀσπρίου λέπος· οὕτως ἐκεῖνός ἐστιν εὐ. ἀνήρ Alex. 266.8, cf. Aristopho 12.5, S.Ph.519, 875; of lizardeaters, λίαν εὐχερεῖς Menesth. ap. Orib.2.68.13; εὐ.βίος of the swineherd, Pl.Plt.266d; τὸ εὐ. τῶν ὀνομάτων the loose use of names, Id.Tht.184c. Adv. -ρῶς, φέρειν τὴν ὠχρότητα, i.e. gloss it over, Id.R. 474e, cf. Tht.154b; εὐ. ἔχειν πρὸς τὴν ἀνθρωποφαγίαν Arist. Pol.1338b21; -ρῶς ὥσπερ θηρίον ὕειον ἐν ἀμαθίᾳ μολύνηται Pl.R.535e: Comp. -έστερον, πρὸς πᾶν βρῶμα ἔχειν X.Lac.2.5; ἄλλο μικρῷ μεῖζον -έστερον κινοῦσιν more readily, with fewer qualms, Arist. Pol.1307b5, cf. Din. 1.55. 2 unscrupulous, reckless, D.21.103, Arist. Metaph.1025a2. Adv. -ρῶς heedlessly, recklessly, ὦ λέγων εὐχερῶς ὅτι ἂν βουληθῇς D.18.70, cf. 264. II indifferent to danger or suffering, cool, unconcerned, unflinching, τῆς πολεμικῆς χρείας τῆς κατ' ἄνδρα. . εὐχερεῖς καὶ πρακτικοί cool and efficient in individual fighting, Plb.4.8.9; εἰς εὐχερῆ τῆς ἀποτέξεως ὑπομονήν Sor.1.46 (cf. εὐχέρεια 11). Adv. -ρῶς καὶ εὐκόλως ἐξέπιεν drank the hemlock coolly and good-humouredly, Pl.Phd.117c. III easy, εὐχερές ἐστι c. inf., Batr.62; τὰ λαχανευόμενα μεταφυτεύεται πρὸς εὐχερῆ τελείωσιν Sor.1.87: Comp., ib.108. Adv. -ρῶς, νόσου γινομένης εὐχερῶς ἀποξύνεται τὸ γάλα Id.1.115, cf. PLond.2.401.24 (ii B.C.): Sup. -έστατα, τρέπονται (sc. εἰς φυγήν) D.S.31.38. 2 σπασμοὶ εὐχερέες, i.e. not dangerous, Hp. Prorrh.1.119 (cf. Gal.16.773); cf. εὐήθης 1.3. 3 c. dat., suitable, adapted, θάλασσα . . μεγάλαις ναυσὶν οὐκ εὐ. App.BC2.84.
German (Pape)
[Seite 1109] ές, mit Leichtigkeit, geschickt handhabend, bes. tadelnd; leichtsinnig, unbeständig, Dem. 21, 103; καὶ παράβολος Plut. Arist. 2; a. Sp.; so εὐχερὴς ἀνήρ comic. bei Ath. II, 55 d; – leicht zu handhaben, zu behandeln, übh. leicht, εὐχερές ἐστι ταῦτα δαήμεναι Batrach. 63; πάντα ταῦτ' ἐν εὐχερεῖ ἔθου, für etwas Leichtes erachten, d. i. verachten, Soph. Phil. 863; auch von Menschen, gutmüthig, nachgiebig, ὅρα σὺ μὴ νῦν μέν τις εὐχερὴς παρῇς 519; so oft tadelnd, τὸ εὐχερὲς τῶν ὀνομάτων καὶ μὴ δι' ἀκριβείας ἐξεταζόμενον, die Nachlässigkeit im Ausdruck, Plat. Theaet. 184 b; flink, schnell, Plat. Polit. 266 c; πολεμικῆς χρείας Pol. 4, 8, 9; – ζῷον πρὸς πᾶσαν τροφὴν εὐχερέστατον, das sich leicht an jede Nahrung gewöhnt, Arist. H. A. 8, 6; θάλασσα εὐχ. μεγάλαις ναυσίν, leicht zu befahren, App. B. C. 2, 84. – Adv. εὐχερῶς, leicht, schnell, καὶ εὐκόλως ἐξέπιε Plat. Phaed. 117 c; εὐχερῶς φέρειν, gelassen ertragen, z. B. τὴν ὠχρότητα Rep. V, 474 e, wie ὀνείδη Dem. 3, 20; εὐχερέστερον προσδέξεσθαί τι Din. 1, 55; εὐχερῶς ἔχειν πρός τι, geneigt sein zu Etwas, Arist. Eth. 8, 9; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐχερής: -ές, (χεὶρ) ὃν εὐκόλως χειρίζεταί τις, εὔκολος, ἀκίνδυνος, οἱ ἐν ὑστερικαῖς σπασμοὶ εὐχερεῖς Ἱππ. Προρρ. 77· βίος Πλάτ. Πολιτικ. 266C. Θάλασσα... μεγάλαις ναυσὶν οὐκ εὐχ. Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 84· εὐχερές ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Βατραχομ. 62· πάντα ταῦτα ἐν εὐχερεῖ ἔθου, «τὰ ἐπῆρες ἐλαφρά», δὲν ἔδωκες εἰς αὐτὰ προσοχήν, Σοφ. Φιλ. 875· τὸ εὐχερὲς τῶν ὀνομάτων, ὁ εὔκολος οὗτος τρόπος τῆς χρήσεως αὐτῶν, Πλάτ. Θεαίτ. 184C: - Ἐπίρρ. εὐχερῶς ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 117C, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ προσώπων, εὐκολοκυβέρνητος, ἐνδοτικός, αὐτάρκης, ὑποχωρῶν, ἀγαθός, Σοφ. Φιλ. 519· οὕτως... εὐχ. ἀνὴρ Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 9. 8· εὐχ. θεὸν λέγεις Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ», 4. 5· ἡ ὗς... εὐχερέστατον πρὸς πᾶσαν τροφὴν τῶν ζῴων ἐστίν, εὐκολωτάτη εἰς τὸ νὰ ἐσθίῃ παντὸς εἴδους τροφήν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8., 6, 2· - συχνὸν ἐν τῷ Ἐπιρρ., εὐχερῶς φέρειν Πλάτ. Πολ. 474Α· εὐχ. ἔχειν πρός τι Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 4. 3· -έστερον Ξεν. Λακ. 2, 5· - Ὑπερθ. -έστατα Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 88. ΙΙ. ἐπιτήδειος, ἱκανός, ἄξιος, καὶ τῆς τε πολεμικῆς χρείας, τῆς κατ’ ἄνδρα μὲν καὶ κατ’ ἰδίαν εὐχερεῖς καὶ πρακτικοὶ Πολύβ. 4. 8, 9. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὡς τὸ ῥᾳδιουργός, ὁ εὐκόλως καὶ ἀσυστόλως πράττων πᾶσαν ἀτιμίαν, Δημ. 557. 28, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 29, 5. - Ἐπίρρ. -ρῶς, ἀπερισκέπτως, ἀνοήτως, ὦ λέγων εὐχερῶς ὅ τι ἂν βουληθῇς Δημ. 248. 11, πρβλ. 315. 3· εὐχερῶς πως Πλάτ. Θεαίτ. 154Β· - Συγκρ. -έστερον Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 7, 11.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
I. facile à manier, maniable, dont on peut venir à bout ; en parl. de pers. serviable, obligeant, sociable;
II. facile, aisé : τι ἐν εὐχερεῖ τίθεσθαι SOPH regarder qch comme facile;
III. p. ext. qui se laisse aller à d’ord. en mauv. part :
1 enclin à : πρός τι à qch (passion, colère, etc.);
2 abs. qui se laisse aller, insouciant, négligent;
3 au mor. relâché, sans scrupules.
Étymologie: εὖ, χείρ.