ὑποκαθέζομαι: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(6_13b) |
(43) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποκαθέζομαι''': μέλλ. -εδοῦμαι, ἀποθ. [[καθέζομαι]] κρυφίως, [[χάριν]] ἐνέδρας), Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· μεταγεν. ἀόρ. ὑποκαθέσθην, κατεκάθισα, «τὸ [[μέρος]] τῆς γῆς ὑποκαθέσθη», Σχόλ. εἰς Θουκυδ. 2. 89, Γεωπον. 6. 18 (ἐπικ· [[εἶναι]] πλημμ. γραφ.). | |lstext='''ὑποκαθέζομαι''': μέλλ. -εδοῦμαι, ἀποθ. [[καθέζομαι]] κρυφίως, [[χάριν]] ἐνέδρας), Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· μεταγεν. ἀόρ. ὑποκαθέσθην, κατεκάθισα, «τὸ [[μέρος]] τῆς γῆς ὑποκαθέσθη», Σχόλ. εἰς Θουκυδ. 2. 89, Γεωπον. 6. 18 (ἐπικ· [[εἶναι]] πλημμ. γραφ.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ<br /><b>(αποθ.)</b> (ο παθ. αόρ.) <i>ὑποκαθέσθην</i><br />έπαθα [[καθίζηση]] («τὸ [[μέρος]] τῆς γῆς... ὑποκαθέσθη καὶ ταπεινότερον ἐγένετο», Σχολ. <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κάθομαι]] [[κάπου]] [[χωρίς]] να [[γίνομαι]] [[αντιληπτός]] και, [[κυρίως]], [[στήνω]] [[ενέδρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[καθέζομαι]] «[[κάθομαι]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:47, 29 September 2017
English (LSJ)
A lie in ambush, Anon. ap. Suid., Onos.6.7; late aor. ὑποκαθεσθῆναι, sink, settle down, Sch.Th.3.89, Gp.6.18 (v.l. ἐπικ-).
German (Pape)
[Seite 1218] (s. ἕζομαι), = ὑποκάθημαι, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκαθέζομαι: μέλλ. -εδοῦμαι, ἀποθ. καθέζομαι κρυφίως, χάριν ἐνέδρας), Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· μεταγεν. ἀόρ. ὑποκαθέσθην, κατεκάθισα, «τὸ μέρος τῆς γῆς ὑποκαθέσθη», Σχόλ. εἰς Θουκυδ. 2. 89, Γεωπον. 6. 18 (ἐπικ· εἶναι πλημμ. γραφ.).
Greek Monolingual
ΜΑ
(αποθ.) (ο παθ. αόρ.) ὑποκαθέσθην
έπαθα καθίζηση («τὸ μέρος τῆς γῆς... ὑποκαθέσθη καὶ ταπεινότερον ἐγένετο», Σχολ. Θουκ.)
αρχ.
κάθομαι κάπου χωρίς να γίνομαι αντιληπτός και, κυρίως, στήνω ενέδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + καθέζομαι «κάθομαι»].