ζώπυρος: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(6_15) |
(16) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζώπῠρος''': -ον, ([[ζωός]], πῦρ) ἀνάπτων, ἐξάπτων, ἐξεγείρων, Φιλόστρ. 42. | |lstext='''ζώπῠρος''': -ον, ([[ζωός]], πῦρ) ἀνάπτων, ἐξάπτων, ἐξεγείρων, Φιλόστρ. 42. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ο(ν) (Α [[ζώπυρος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (μόνο το ουδ. ως ουσ.) <i>τὸ ζώπυρο</i>(<i>ν</i>)<br />[[κομμάτι]] αναμμένου κάρβουνου που φυλάσσεται στη [[χόβολη]] για να χρησιμεύσει ως [[έναυσμα]] για το [[άναμμα]] της φωτιάς, [[σπινθήρας]], [[σπίθα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> <b>φρ.</b> «τα ζώπυρα του πατριωτισμού» — ιδέες που εξάπτουν το πατριωτικό [[αίσθημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ζωογονεί, που ανάβει τη [[φωτιά]]<br /><b>2.</b> [[ζωογονητικός]], [[δυναμωτικός]]<br /><b>3.</b> αυτός που ερεθίζει, που παροξύνει, που διεγείρει ([[κυρίως]] για τον πόθο)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[ζώπυρον]]<br />α) ο [[φυσητήρας]] που χρησιμοποιείται για το [[άναμμα]] της φωτιάς<br />β) <b>μτφ.</b> [[κάτι]] μικρό που περισώζεται και ζωογονεί, παρέχει ζωή, ξαναφέρνει στη ζωή<br />γ) [[αναλαμπή]]<br />δ) [[υπόλειμμα]], [[απομεινάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>πυρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πυρ</i>, [[πυρός]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>διά</i>-<i>πυρος</i>, <i>έμ</i>-<i>πυρος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A glowing, of desire, θερμὸν καὶ ζ. Philostr.VA1.34. 2 restorative, ἔχει τι ζ. ὁ τοῦ προσώπου περισπογγισμός Sor. 2.28.
Greek (Liddell-Scott)
ζώπῠρος: -ον, (ζωός, πῦρ) ἀνάπτων, ἐξάπτων, ἐξεγείρων, Φιλόστρ. 42.
Greek Monolingual
-ο(ν) (Α ζώπυρος, -ον)
νεοελλ.
1. (μόνο το ουδ. ως ουσ.) τὸ ζώπυρο(ν)
κομμάτι αναμμένου κάρβουνου που φυλάσσεται στη χόβολη για να χρησιμεύσει ως έναυσμα για το άναμμα της φωτιάς, σπινθήρας, σπίθα
2. μτφ. φρ. «τα ζώπυρα του πατριωτισμού» — ιδέες που εξάπτουν το πατριωτικό αίσθημα
αρχ.
1. αυτός που ζωογονεί, που ανάβει τη φωτιά
2. ζωογονητικός, δυναμωτικός
3. αυτός που ερεθίζει, που παροξύνει, που διεγείρει (κυρίως για τον πόθο)
4. το ουδ. ως ουσ. το ζώπυρον
α) ο φυσητήρας που χρησιμοποιείται για το άναμμα της φωτιάς
β) μτφ. κάτι μικρό που περισώζεται και ζωογονεί, παρέχει ζωή, ξαναφέρνει στη ζωή
γ) αναλαμπή
δ) υπόλειμμα, απομεινάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -πυρος (< πυρ, πυρός), πρβλ. διά-πυρος, έμ-πυρος].