ψεδνός: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
(6_10)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψεδνός''': -ή, -όν, [[ἀραιός]], [[μαδαρός]], [[λάχνη]] Ἰλ. Β. 219· χαῖται Ἀνθ. Παλατ. 9. 430· - παρὰ μεταγεν. ἐπὶ ἀνθρώπου, [[φαλακρός]], Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 25. 1· καὶ [[καθόλου]], [[ψιλός]], [[γυμνός]], γῆ Ἀριστείδ. 2. 349 πρβλ. [[ψιλός]], [[ψωλός]]· - περὶ τοῦ παρὰ Θεόγνιδ. χωρίου ἐν 122, ἴδε ἐν λ. [[ψυδνός]].
|lstext='''ψεδνός''': -ή, -όν, [[ἀραιός]], [[μαδαρός]], [[λάχνη]] Ἰλ. Β. 219· χαῖται Ἀνθ. Παλατ. 9. 430· - παρὰ μεταγεν. ἐπὶ ἀνθρώπου, [[φαλακρός]], Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 25. 1· καὶ [[καθόλου]], [[ψιλός]], [[γυμνός]], γῆ Ἀριστείδ. 2. 349 πρβλ. [[ψιλός]], [[ψωλός]]· - περὶ τοῦ παρὰ Θεόγνιδ. χωρίου ἐν 122, ἴδε ἐν λ. [[ψυδνός]].
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> rare, clairsemé <i>en parl. de cheveux, de poils</i>;<br /><b>2</b> chauve.<br />'''Étymologie:''' DELG apparenté pê à [[ψάω]].
}}
}}

Revision as of 20:12, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψεδνός Medium diacritics: ψεδνός Low diacritics: ψεδνός Capitals: ΨΕΔΝΟΣ
Transliteration A: psednós Transliteration B: psednos Transliteration C: psednos Beta Code: yedno/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A thin, spare, scanty, λάχνη Il.2.219; χαῖται AP9.430 (Crin.); κόμαι Aret.SD2.13: later of a person, bald-headed, Luc.DMort.25.1: generally, bare, naked, χωρία Aristid.Or.36(48).67 (Comp.):—v. l. for ψυδρός or ψυδνός in Thgn.122.

German (Pape)

[Seite 1392] abgerieben, abgeschabt, bes. mit dünnstehenden, spärlichen Haaren; λάχνη Il. 2, 219; ψεδναὶ χαῖται Crinag. 22 (IX, 430); dah. entblößt, kahl, Luc. Mort. D. 25, 1; Hesych. erkl. ψεδνὴ χέρσος durch ἀραιή, ὀλίγη. Vgl. ψυδνός.

Greek (Liddell-Scott)

ψεδνός: -ή, -όν, ἀραιός, μαδαρός, λάχνη Ἰλ. Β. 219· χαῖται Ἀνθ. Παλατ. 9. 430· - παρὰ μεταγεν. ἐπὶ ἀνθρώπου, φαλακρός, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 25. 1· καὶ καθόλου, ψιλός, γυμνός, γῆ Ἀριστείδ. 2. 349 πρβλ. ψιλός, ψωλός· - περὶ τοῦ παρὰ Θεόγνιδ. χωρίου ἐν 122, ἴδε ἐν λ. ψυδνός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 rare, clairsemé en parl. de cheveux, de poils;
2 chauve.
Étymologie: DELG apparenté pê à ψάω.