ζυγόω: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
(6_1) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζῠγόω''': (ζυγὸν) [[ὑποβάλλω]] εἰς τὸν [[ζυγόν]], [[συνάπτω]], [[συναρμόζω]], ζ. κιθάραν, θέτω τὸ ἐγκάρσιον [[ξύλον]] εἰς τὴν φόρμιγγα ἢ λύραν, Λουκ. Θεῶν Διαλ. 7. 4, Ἐναλ. Διαλ. 1. 4· κανόνες ἐζυγωμένοι δύο Ἀγάθων παρ’ Ἀθην. 454D, πρβλ. Ἑβδ. (Ἐζεκ. μα΄, 26). 2) μεταφ., [[φέρω]] ὑπὸ τὸν [[ζυγόν]], [[ὑποτάσσω]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 113. | |lstext='''ζῠγόω''': (ζυγὸν) [[ὑποβάλλω]] εἰς τὸν [[ζυγόν]], [[συνάπτω]], [[συναρμόζω]], ζ. κιθάραν, θέτω τὸ ἐγκάρσιον [[ξύλον]] εἰς τὴν φόρμιγγα ἢ λύραν, Λουκ. Θεῶν Διαλ. 7. 4, Ἐναλ. Διαλ. 1. 4· κανόνες ἐζυγωμένοι δύο Ἀγάθων παρ’ Ἀθην. 454D, πρβλ. Ἑβδ. (Ἐζεκ. μα΄, 26). 2) μεταφ., [[φέρω]] ὑπὸ τὸν [[ζυγόν]], [[ὑποτάσσω]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 113. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />joindre avec une barre ; ζυγοῦν κιθάραν LUC fixer sur une lyre la barre transversale.<br />'''Étymologie:''' [[ζυγόν]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
(ζυγόν)
A yoke, join together, [σκέλη] Sor.1.84; ζ. κιθάραν put the cross-bar to the lyre, Luc.DDeor.7.4, DMar.1.4; κανόνες ἐζυγωμένοι δύο Agatho 4.2, cf. LXXEz.41.26. 2 close, χείλη ῥαφαῖς Paul.Aeg.6.67 (prob.); shut off, Hp.Cord.12 (Pass.). 3 metaph., bring under the yoke, subdue, A.Fr.115.
German (Pape)
[Seite 1141] zusammenjochen, verbinden, κανόνες ἐζυγωμένοι Agath. Ath. X, 454 d; – die Cithara mit einem ζυγόν (Steg u. Wirbeln) versehen (besaiten), Luc. D. D. 7, 4 D. Mar. 1, 4; – Aesch. frg. 106 braucht ζυγώσω nach VLL. für δαμάσω, unterjochen. – Vgl. ζυγωτά.
Greek (Liddell-Scott)
ζῠγόω: (ζυγὸν) ὑποβάλλω εἰς τὸν ζυγόν, συνάπτω, συναρμόζω, ζ. κιθάραν, θέτω τὸ ἐγκάρσιον ξύλον εἰς τὴν φόρμιγγα ἢ λύραν, Λουκ. Θεῶν Διαλ. 7. 4, Ἐναλ. Διαλ. 1. 4· κανόνες ἐζυγωμένοι δύο Ἀγάθων παρ’ Ἀθην. 454D, πρβλ. Ἑβδ. (Ἐζεκ. μα΄, 26). 2) μεταφ., φέρω ὑπὸ τὸν ζυγόν, ὑποτάσσω, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 113.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
joindre avec une barre ; ζυγοῦν κιθάραν LUC fixer sur une lyre la barre transversale.
Étymologie: ζυγόν.