νομεύω: Difference between revisions

From LSJ

Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονBion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νομεύω''': (νομεὺς) ὁδηγῶ εἰς τὴν νομήν, [[βόσκω]], ἐν τῷ ἐνεργ. ἐπὶ τοῦ ποιμένος, καλλίτριχα μῆλα νομεύων Ὀδ. Ο. 336˙ νομὸν κατὰ πίονα μῆλα νομεύειν Ι. 217˙ [[οὕτως]], ἀγέλην ν. Πλάτ. Πολιτικ. 265D - παθ., ἐπὶ τῶν ποιμνίων, [[αὐτόθι]] 295Ε. 2) βουσὶ νομούς, Ἑκάεργε, νομεύσομεν, παρασκευάσομεν, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 492. Λατ. depascere. 3) ἀπολ. εἶμαι [[ποιμήν]], [[νέμω]] ποίμνια, Θεόκρ. 20. 35. ΙΙ. Παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, = [[νωμάω]], [[διευθύνω]], κυβερνῶ, Χριστοδ. Ἔκφρασ. 350, Νόνν. Δ. 7. 110.
|lstext='''νομεύω''': (νομεὺς) ὁδηγῶ εἰς τὴν νομήν, [[βόσκω]], ἐν τῷ ἐνεργ. ἐπὶ τοῦ ποιμένος, καλλίτριχα μῆλα νομεύων Ὀδ. Ο. 336˙ νομὸν κατὰ πίονα μῆλα νομεύειν Ι. 217˙ [[οὕτως]], ἀγέλην ν. Πλάτ. Πολιτικ. 265D - παθ., ἐπὶ τῶν ποιμνίων, [[αὐτόθι]] 295Ε. 2) βουσὶ νομούς, Ἑκάεργε, νομεύσομεν, παρασκευάσομεν, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 492. Λατ. depascere. 3) ἀπολ. εἶμαι [[ποιμήν]], [[νέμω]] ποίμνια, Θεόκρ. 20. 35. ΙΙ. Παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, = [[νωμάω]], [[διευθύνω]], κυβερνῶ, Χριστοδ. Ἔκφρασ. 350, Νόνν. Δ. 7. 110.
}}
{{bailly
|btext=mettre en pâture.<br />'''Étymologie:''' [[νομή]].
}}
}}

Revision as of 20:04, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νομεύω Medium diacritics: νομεύω Low diacritics: νομεύω Capitals: ΝΟΜΕΥΩ
Transliteration A: nomeúō Transliteration B: nomeuō Transliteration C: nomeyo Beta Code: nomeu/w

English (LSJ)

   A put to graze, drive afield, in Act., of the shepherd, καλλίτριχα μῆλα νομεύων Od.9.336; ἐνόμευε νομὸν κάτα πίονα μῆλα ib.217; ἀγέλην ν. Pl.Plt.265d:—Pass., metaph., of ἀνθρώπων ἀγέλαι, ib.295e.    2 βουσὶ νομοὺς ν. eat down the pastures with oxen, Lat. depascere, h.Merc.492.    3 abs., to be a shepherd, tend flocks, Theoc.20.35.    II later, = νωμάω, direct, manage, Nonn.D.7.110.

Greek (Liddell-Scott)

νομεύω: (νομεὺς) ὁδηγῶ εἰς τὴν νομήν, βόσκω, ἐν τῷ ἐνεργ. ἐπὶ τοῦ ποιμένος, καλλίτριχα μῆλα νομεύων Ὀδ. Ο. 336˙ νομὸν κατὰ πίονα μῆλα νομεύειν Ι. 217˙ οὕτως, ἀγέλην ν. Πλάτ. Πολιτικ. 265D - παθ., ἐπὶ τῶν ποιμνίων, αὐτόθι 295Ε. 2) βουσὶ νομούς, Ἑκάεργε, νομεύσομεν, παρασκευάσομεν, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 492. Λατ. depascere. 3) ἀπολ. εἶμαι ποιμήν, νέμω ποίμνια, Θεόκρ. 20. 35. ΙΙ. Παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, = νωμάω, διευθύνω, κυβερνῶ, Χριστοδ. Ἔκφρασ. 350, Νόνν. Δ. 7. 110.

French (Bailly abrégé)

mettre en pâture.
Étymologie: νομή.