ἄφενος: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(6_1) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄφενος''': (καὶ παρὰ Πινδ. [[ἄφνος]]), τό, [[πρόσοδος]], [[περιουσία]], [[ὄλβος]], [[ἀφθονία]] ἀγαθῶν, [[ἄφενος]] καὶ πλοῦτον ἀφύξειν Ἰλ. Α. 171, πρβλ. Ψ. 298, Θέογν. 30· ἐπὶ τοῦ πλούτου τῶν θεῶν, ὥς τ’ [[ἄφενος]] δάσσαντο καὶ ὡς τιμὰς διέλοντο Ἡσ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 24, Καλλ. ἐν Ὕμνῳ εἰς Δία 96, Ἀνθ. Π. 9. 234. (Ὁ ἀρχικὸς [[τύπος]] ἦτο πιθανῶς [[ἄφνος]] ([[ὁπόθεν]] [[ἀφνειός]]), τὸ δὲ ε παρεισήχθη ὑπὸ τῶν Ἐπ. ποιητῶν· πρβλ. Σανσκρ. ap-nas (εἰσόδημα, [[περιουσία]]), Λατ. op-es, op-ulentus, copia, δηλ. co-op-ia). - Ἴδε καὶ Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Αʹ, σ. 66. | |lstext='''ἄφενος''': (καὶ παρὰ Πινδ. [[ἄφνος]]), τό, [[πρόσοδος]], [[περιουσία]], [[ὄλβος]], [[ἀφθονία]] ἀγαθῶν, [[ἄφενος]] καὶ πλοῦτον ἀφύξειν Ἰλ. Α. 171, πρβλ. Ψ. 298, Θέογν. 30· ἐπὶ τοῦ πλούτου τῶν θεῶν, ὥς τ’ [[ἄφενος]] δάσσαντο καὶ ὡς τιμὰς διέλοντο Ἡσ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 24, Καλλ. ἐν Ὕμνῳ εἰς Δία 96, Ἀνθ. Π. 9. 234. (Ὁ ἀρχικὸς [[τύπος]] ἦτο πιθανῶς [[ἄφνος]] ([[ὁπόθεν]] [[ἀφνειός]]), τὸ δὲ ε παρεισήχθη ὑπὸ τῶν Ἐπ. ποιητῶν· πρβλ. Σανσκρ. ap-nas (εἰσόδημα, [[περιουσία]]), Λατ. op-es, op-ulentus, copia, δηλ. co-op-ia). - Ἴδε καὶ Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Αʹ, σ. 66. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=(τό) :<br /><i>seul. nom. et acc. sg.</i><br />richesse, biens, abondance.<br />'''Étymologie:''' R. Ἀπ acquérir ; cf. <i>lat.</i> ops. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:20, 9 August 2017
English (LSJ)
εος, τό,
A revenue, riches, wealth, abundance, ἄφενος καὶ πλοῦτον ἀφύξειν Il.1.171, cf. 23.299, Thgn.30; μύρμηκος Crates Theb.10.7; of the wealth of the gods, Hes.Th.112: masc. acc. ἄφενον v.l. in Id.Op.24: gen. οιο Call.Jov.96, AP9.234 (Crin.); cf. ἄφνος.
German (Pape)
[Seite 408] (Ableitung unsicher, vgl. Buttmann Lexil. 1, 46), τό, reichlicher Vorrath, Reichthum; Hom. dreimal, Iliad. 1, 171 ἄφενος καὶ πλοῦτον ἀφύξειν, ἄφενος u. πλοῦτος steht auf Homer. Art παραλλήλως, beides bedeutet dasselbe, vgl. Apoll. lex. Hom. p. 48, 30 ἄφενος πλοῦτος – ἀπὸ τούτου καὶ ἀφνειος ὁ πλούσιος; Iliad. 23, 299 μέγα γάρ οἱ ἔδωκει Ζεὺς ἄφενος; Odyss. 14, 99 οὐδὲ ξυνεείκοσι φωτῶν ἔστ' ἄφενος τοσσοῦτον· ἐγὼ δέ κέ τοι καταλέξω. δώδεκ' ἐν ἠπείρῳ ἀγέλαι· τόσα πώεα οἰῶν, τόσσα συῶν συβόσια, τόσ' αἰπόλια πλατέ' αἰγῶν βόσκουσι ξεῖνοί τε καὶ αὐτοῦ βώτορες ἄνδρες. ἔνθα δέ τ' αἰπόλια πλατέ' αἰγῶν ἕνδεκα παντα ἐσχατιῇ βόσκοντ, ἐπὶ δ' ἀνέρες ἐσθλοὶ ὀρονται. – αὐτὰρ ἐγὼ σῦς τάσδε φυλάσσω τε ῥύομαί τε; – vom Reichthume der Götter, Hes. Th. 112. – Bei Hes. O. 24 ist es masc., wie Call. Iov. 96; Crinag. ep. 33 (IX, 234).
Greek (Liddell-Scott)
ἄφενος: (καὶ παρὰ Πινδ. ἄφνος), τό, πρόσοδος, περιουσία, ὄλβος, ἀφθονία ἀγαθῶν, ἄφενος καὶ πλοῦτον ἀφύξειν Ἰλ. Α. 171, πρβλ. Ψ. 298, Θέογν. 30· ἐπὶ τοῦ πλούτου τῶν θεῶν, ὥς τ’ ἄφενος δάσσαντο καὶ ὡς τιμὰς διέλοντο Ἡσ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 24, Καλλ. ἐν Ὕμνῳ εἰς Δία 96, Ἀνθ. Π. 9. 234. (Ὁ ἀρχικὸς τύπος ἦτο πιθανῶς ἄφνος (ὁπόθεν ἀφνειός), τὸ δὲ ε παρεισήχθη ὑπὸ τῶν Ἐπ. ποιητῶν· πρβλ. Σανσκρ. ap-nas (εἰσόδημα, περιουσία), Λατ. op-es, op-ulentus, copia, δηλ. co-op-ia). - Ἴδε καὶ Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Αʹ, σ. 66.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
seul. nom. et acc. sg.
richesse, biens, abondance.
Étymologie: R. Ἀπ acquérir ; cf. lat. ops.