συναναλάμπω: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστεθηρίονθεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Source
(6_1)
(39)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συναναλάμπω''': [[ἀναλάμπω]] [[ὁμοῦ]], Φίλων 2. 141· τινι Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 136D.
|lstext='''συναναλάμπω''': [[ἀναλάμπω]] [[ὁμοῦ]], Φίλων 2. 141· τινι Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 136D.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[αναδίδω]] [[λάμψη]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] λαμπερό («τὴν τῆς ψυχῆς δύναμιν... τῇ τοῡ ὀργάνου τελειώσει συναναλάμπουσαν», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>2.</b> [[φωτίζω]], [[καταυγάζω]] [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]].
}}
}}

Revision as of 12:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναναλάμπω Medium diacritics: συναναλάμπω Low diacritics: συναναλάμπω Capitals: ΣΥΝΑΝΑΛΑΜΠΩ
Transliteration A: synanalámpō Transliteration B: synanalampō Transliteration C: synanalampo Beta Code: sunanala/mpw

English (LSJ)

   A shine forth together, Ph.2.141: c. acc., shed lustre on at the same time, SIG798.3 (Cyzicus, i A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

συναναλάμπω: ἀναλάμπω ὁμοῦ, Φίλων 2. 141· τινι Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 136D.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. αναδίδω λάμψη μαζί με κάτι άλλο λαμπερό («τὴν τῆς ψυχῆς δύναμιν... τῇ τοῡ ὀργάνου τελειώσει συναναλάμπουσαν», Γρηγ. Νύσσ.)
2. φωτίζω, καταυγάζω κάτι με κάτι άλλο.