ἐγκεντρίς: Difference between revisions
Ἔργοις φιλόπονος ἴσθι, μὴ λόγοις μόνον → Lass Taten sprechen, führ nicht bloß das große Wort - Esto opere, non sermone solo industrius → Sei arbeitsam im Handeln nicht im Reden bloß
(6_12) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγκεντρίς''': -ίδος, ἡ, ([[κέντρον]]) «κεντρί», [[οἷον]] τὸ τῶν σφηκῶν καὶ μελισσῶν, [[σκορπίων]], κτλ., Ἀριστοφ. Σφ. 427. 2) [[κέντρον]] πρὸς ἐξανάγκασιν εἰς ἐργασίαν, [[οἷον]] τὸ [[βούκεντρον]] (κονῶς «φκέντρι») Ξεν. Κυν. 6. 1, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑορταῖς» 14. Ὡσαύτως [[πτερνιστήρ]], ἐγκεντρίδας δὲ τοῖς ποσὶ κατὰ τὰς πτέρνας οἱ ἱππεύοντες περιεδοῦντο Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 10. 3) [[εἶδος]] γραφίδος ληγούσης εἰς ὀξύ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Πολυδεύκους. 4) [[εἶδος]] λογχοειδοῦς σιδηρίου ἐφαρμοζομένου εἰς τὸν [[πόδα]] [[ὅπως]] βοηθῇ εἰς ἀνάβασιν τοίχων, περιθέμενον... ἐγκεντρίδας [[ἀναδραμεῖν]] εἰς τοὺς τοίχους Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 73, πρβλ. Ἀρισταιν. Ἐπιστ. 1. 20. | |lstext='''ἐγκεντρίς''': -ίδος, ἡ, ([[κέντρον]]) «κεντρί», [[οἷον]] τὸ τῶν σφηκῶν καὶ μελισσῶν, [[σκορπίων]], κτλ., Ἀριστοφ. Σφ. 427. 2) [[κέντρον]] πρὸς ἐξανάγκασιν εἰς ἐργασίαν, [[οἷον]] τὸ [[βούκεντρον]] (κονῶς «φκέντρι») Ξεν. Κυν. 6. 1, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑορταῖς» 14. Ὡσαύτως [[πτερνιστήρ]], ἐγκεντρίδας δὲ τοῖς ποσὶ κατὰ τὰς πτέρνας οἱ ἱππεύοντες περιεδοῦντο Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 10. 3) [[εἶδος]] γραφίδος ληγούσης εἰς ὀξύ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Πολυδεύκους. 4) [[εἶδος]] λογχοειδοῦς σιδηρίου ἐφαρμοζομένου εἰς τὸν [[πόδα]] [[ὅπως]] βοηθῇ εἰς ἀνάβασιν τοίχων, περιθέμενον... ἐγκεντρίδας [[ἀναδραμεῖν]] εἰς τοὺς τοίχους Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 73, πρβλ. Ἀρισταιν. Ἐπιστ. 1. 20. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> aiguillon;<br /><b>2</b> éperon;<br /><b>3</b> pointe de fer qu’on fixe aux pieds pour grimper, crampon.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[κέντρον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A sting, Ar.V.427. 2 goad, X.Cyn.6.1, Pl.Com.40; also, spur, Pherecr.48. 3 pointed stile for writing, Poll.8.16, Aristaenet.1.20. 4 spike worn on the leg for climbing, περιθέμενον . . ἐγκεντρίδας ἀναδραμεῖν εἰς τοὺς τοίχους Arist.Fr.84.
German (Pape)
[Seite 707] ίδος, ἡ, 1) der Stachel, der Wespen, Ar. Vesp. 427; eiserne, Xen. Cyn. 6, 1; Sporn, Pherecr. bei Poll. 10, 54; Eust. Bes. ein Fußstachel, um sich beim Klettern festzuhalten, Aristaen. 1, 20 u. a. Sp. – 2) der Griffel zum Schreiben, Poll. 8, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκεντρίς: -ίδος, ἡ, (κέντρον) «κεντρί», οἷον τὸ τῶν σφηκῶν καὶ μελισσῶν, σκορπίων, κτλ., Ἀριστοφ. Σφ. 427. 2) κέντρον πρὸς ἐξανάγκασιν εἰς ἐργασίαν, οἷον τὸ βούκεντρον (κονῶς «φκέντρι») Ξεν. Κυν. 6. 1, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑορταῖς» 14. Ὡσαύτως πτερνιστήρ, ἐγκεντρίδας δὲ τοῖς ποσὶ κατὰ τὰς πτέρνας οἱ ἱππεύοντες περιεδοῦντο Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 10. 3) εἶδος γραφίδος ληγούσης εἰς ὀξύ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Πολυδεύκους. 4) εἶδος λογχοειδοῦς σιδηρίου ἐφαρμοζομένου εἰς τὸν πόδα ὅπως βοηθῇ εἰς ἀνάβασιν τοίχων, περιθέμενον... ἐγκεντρίδας ἀναδραμεῖν εἰς τοὺς τοίχους Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 73, πρβλ. Ἀρισταιν. Ἐπιστ. 1. 20.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
1 aiguillon;
2 éperon;
3 pointe de fer qu’on fixe aux pieds pour grimper, crampon.
Étymologie: ἐν, κέντρον.