ὀμφή: Difference between revisions
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀμφή''': ἡ, ποιητ. [[ὄνομα]], φωνὴ θεοῦ (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[αὐδή]], ἡ ἀνθρωπίνη [[φωνή]]), [[ταῦτα]] θεῶν ἐκ πεύσεται ὀμφῆς Ἰλ. Υ. 129· ἐπισπόμενοι θεοῦ ὀμφῇ Ὀδ. Γ. 215, κτλ.· θείη δέ μιν ἀμφέχυτ’ [[ὀμφή]], ἐπὶ τῆς φωνῆς τοῦ ὀνείρου, ὃν ὁ [[Ζεὺς]] ἔπεμψεν εἰς τὸν Ἀγαμέμνονα, Ἰλ. Β. 41, πρβλ. 6· ἐπὶ χρησμοῦ διδομένου ἐκ τοῦ ἐσωτερικοῦ ἱεροῦ τόπου, πίονος ἐξ ἀδύτου Θέογν. 808· τρίποδος Φιλόστρ. 842· κληροῦν ὀμφὰν (ἴδε [[κληρόω]] ΙΙ. 2)· ἐδηλοῦτο δὲ αὕτη καὶ διὰ τῆς πτήσεως πτηνῶν, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 939· - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., κατ’ ὀμφὰς τὰς Ἀπόλλωνος Σοφ. Ο. Κ. 102· οὕτω, κατ’ ὀμφὴν σήν, ἀκούσας τὸ σὸν [[ὄνομα]], ([[διότι]] τὸ [[ὄνομα]] τοῦ Οἰδίποδος ἐνεῖχέ τι τὸ φοβερὸν καὶ μυστηριῶδες), [[αὐτόθι]] 550, πρβλ. 1351. 2) γλυκεῖα καὶ μελῳδικὴ [[φωνή]], Πινδ. Ἀποσπ. 266· ὀμφὴ μελέων [[αὐτόθι]] 45. 17· γλυκεῖαι ... ὀμφαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ν. 10. 63· - [[καθόλου]], [[φωνή]], [[ἦχος]], ἰύζειν ὀμφὰν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 808· μύθων αὐδαθέντων ὀμφ. Εὐρ. Μήδ. 175. – Καθ’ Ἡσύχιον: «[[ὀμφή]]· [[φήμη]] [[θεία]]. κλῃδὼν [[θεία]]. [[φωνή]]. [[δόξα]]. [[πνοή]], ὀνείρου φαντάσματα». ΙΙ. Λακωνικ. ἀντὶ τοῦ [[ὀσμή]], «[[ὀμφά]]· [[ὀσμή]]. Λάκωνες» Ἡσύχιος· [[ἐντεῦθεν]] τὸ [[ῥόδον]] ἐν Ἀρκαδίᾳ ἐκαλεῖτο εὐόμφαλον, Τίμαρχ. Παρ’ Ἀθην. 682C. (Ἐκ τῆς √ΕΠ, εἰπεῖν, ὄψ, παρεμβαλλομένου τοῦ μ, πρβλ. [[κόρυμβος]] ἐκ τοῦ [[κορυφή]], [[στρόμβος]] ἐκ τοῦ [[στρέφω]]). | |lstext='''ὀμφή''': ἡ, ποιητ. [[ὄνομα]], φωνὴ θεοῦ (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[αὐδή]], ἡ ἀνθρωπίνη [[φωνή]]), [[ταῦτα]] θεῶν ἐκ πεύσεται ὀμφῆς Ἰλ. Υ. 129· ἐπισπόμενοι θεοῦ ὀμφῇ Ὀδ. Γ. 215, κτλ.· θείη δέ μιν ἀμφέχυτ’ [[ὀμφή]], ἐπὶ τῆς φωνῆς τοῦ ὀνείρου, ὃν ὁ [[Ζεὺς]] ἔπεμψεν εἰς τὸν Ἀγαμέμνονα, Ἰλ. Β. 41, πρβλ. 6· ἐπὶ χρησμοῦ διδομένου ἐκ τοῦ ἐσωτερικοῦ ἱεροῦ τόπου, πίονος ἐξ ἀδύτου Θέογν. 808· τρίποδος Φιλόστρ. 842· κληροῦν ὀμφὰν (ἴδε [[κληρόω]] ΙΙ. 2)· ἐδηλοῦτο δὲ αὕτη καὶ διὰ τῆς πτήσεως πτηνῶν, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 939· - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., κατ’ ὀμφὰς τὰς Ἀπόλλωνος Σοφ. Ο. Κ. 102· οὕτω, κατ’ ὀμφὴν σήν, ἀκούσας τὸ σὸν [[ὄνομα]], ([[διότι]] τὸ [[ὄνομα]] τοῦ Οἰδίποδος ἐνεῖχέ τι τὸ φοβερὸν καὶ μυστηριῶδες), [[αὐτόθι]] 550, πρβλ. 1351. 2) γλυκεῖα καὶ μελῳδικὴ [[φωνή]], Πινδ. Ἀποσπ. 266· ὀμφὴ μελέων [[αὐτόθι]] 45. 17· γλυκεῖαι ... ὀμφαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ν. 10. 63· - [[καθόλου]], [[φωνή]], [[ἦχος]], ἰύζειν ὀμφὰν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 808· μύθων αὐδαθέντων ὀμφ. Εὐρ. Μήδ. 175. – Καθ’ Ἡσύχιον: «[[ὀμφή]]· [[φήμη]] [[θεία]]. κλῃδὼν [[θεία]]. [[φωνή]]. [[δόξα]]. [[πνοή]], ὀνείρου φαντάσματα». ΙΙ. Λακωνικ. ἀντὶ τοῦ [[ὀσμή]], «[[ὀμφά]]· [[ὀσμή]]. Λάκωνες» Ἡσύχιος· [[ἐντεῦθεν]] τὸ [[ῥόδον]] ἐν Ἀρκαδίᾳ ἐκαλεῖτο εὐόμφαλον, Τίμαρχ. Παρ’ Ἀθην. 682C. (Ἐκ τῆς √ΕΠ, εἰπεῖν, ὄψ, παρεμβαλλομένου τοῦ μ, πρβλ. [[κόρυμβος]] ἐκ τοῦ [[κορυφή]], [[στρόμβος]] ἐκ τοῦ [[στρέφω]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> voix divine, voix prophétique, oracle;<br /><b>2</b> voix <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' R. Ἐπ, parler, > [[ἔπος]], [[ὄψ]], avec insertion d’un μ ; cf. [[κόρυμβος]] de [[κορυφή]], [[στρόμβος]] de [[στρέφω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ, poet. Noun,
A voice, in Hom. always of the gods, ταῦτα θεῶν ἐκ πεύσεται ὀμφῆς Il.20.129 ; ἐπισπόμενοι θεοῦ ὀμφῇ Od.3.215,16.96 ; θείη δέ μιν ἀμφέχυτ' ὀ., of the voice of the dream sent by Zeus to Agamemnon, Il.2.41 ; oracle delivered from the inner shrine at Pytho, Thgn.808 ; τρίποδος Philostr.Im.2.19 ; κληροῦν ὀμφάν (v. κληρόω 11.2) ; signified by the flight of birds, ὀ. οἰωνοῖο A.R.3.939 : also in pl., κατ' ὀμφὰς τὰς Ἀπόλλωνος S.OC102 ; κατ' ὀμφὴν σήν on hearing thy message, ib.550, cf. 1351. 2 sweet, tuneful voice, Pi.Fr.152 ; ὀμφαὶ μελέων ib.75.19 ; ἁδεῖαι . . ὀμφαί Id.N.10.34, cf. S.Ichn.321 (lyr.). 3 generally, a voice, sound, ἰΰζειν ὀμφάν A.Supp.808(lyr.) ; μύθων αὐδαθέντων ὀ. E.Med.175 (lyr.). II ὀμφά· ὀσμή (Lacon.), Hsch., dub. cj. in Lyr.Adesp.63 ; cf. εὔομφος 1, ποτόμφει. III ὄμφαι, αἱ, name of the best kind of nard, τὰς ὄμφας ὀνομαζομένας βαρβάρῳ γλώττῃ κτλ. Gal.14.74. (In sense 1 cogn. with Engl. song : in sense 11 with ONorse anga 'give out a sweet scent', angi 'scent', ang 'pleasant sensation'.)
German (Pape)
[Seite 343] ἡ (von επ, ἔπος), die Stimme; bei Hom. stets ὀμφὴ θείη oder ὀμφὴ θεῶν oder θεοῦ, Götterstimme; θείη δέ μιν ἀμ φέχυτ' ὀμφή, Il. 2, 41; ταῦτα θεῶν ἐκ πεύσεται ὀμφῆς, 20, 129; ἐπισπόμενοι θεοῦ ὀμφῇ, Od. 3, 215. 16, 96; so noch κατ' ὀμ φὰς τὰς Ἀπόλλωνος Soph. O. C. 102; – allgemeiner, ἁδεῖαι Ἀθαναίων ὀμφαί νιν κώμασαν, die Stimmen, Pin. N. 10, 34; ἴϋζε δ' ὀμφάν, Aesch. Suppl. 789; οὔτ' ἄν ποτ' ὀμφῆς τῆς ἐμῆς ἐπῄσθετο, Soph. O. C. 1353; πῶς μύθων αὐδαθέντων δέξαιτ' ὀμφάν; Eur. Med. 175; einzeln noch bei sp. D.; λιγεῖα, Anacr. 41, 11; Nonn.; auch Heliod. – Nach Hesych. bei den Lacedämoniern = ὀσμή.
Greek (Liddell-Scott)
ὀμφή: ἡ, ποιητ. ὄνομα, φωνὴ θεοῦ (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ αὐδή, ἡ ἀνθρωπίνη φωνή), ταῦτα θεῶν ἐκ πεύσεται ὀμφῆς Ἰλ. Υ. 129· ἐπισπόμενοι θεοῦ ὀμφῇ Ὀδ. Γ. 215, κτλ.· θείη δέ μιν ἀμφέχυτ’ ὀμφή, ἐπὶ τῆς φωνῆς τοῦ ὀνείρου, ὃν ὁ Ζεὺς ἔπεμψεν εἰς τὸν Ἀγαμέμνονα, Ἰλ. Β. 41, πρβλ. 6· ἐπὶ χρησμοῦ διδομένου ἐκ τοῦ ἐσωτερικοῦ ἱεροῦ τόπου, πίονος ἐξ ἀδύτου Θέογν. 808· τρίποδος Φιλόστρ. 842· κληροῦν ὀμφὰν (ἴδε κληρόω ΙΙ. 2)· ἐδηλοῦτο δὲ αὕτη καὶ διὰ τῆς πτήσεως πτηνῶν, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 939· - ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., κατ’ ὀμφὰς τὰς Ἀπόλλωνος Σοφ. Ο. Κ. 102· οὕτω, κατ’ ὀμφὴν σήν, ἀκούσας τὸ σὸν ὄνομα, (διότι τὸ ὄνομα τοῦ Οἰδίποδος ἐνεῖχέ τι τὸ φοβερὸν καὶ μυστηριῶδες), αὐτόθι 550, πρβλ. 1351. 2) γλυκεῖα καὶ μελῳδικὴ φωνή, Πινδ. Ἀποσπ. 266· ὀμφὴ μελέων αὐτόθι 45. 17· γλυκεῖαι ... ὀμφαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ν. 10. 63· - καθόλου, φωνή, ἦχος, ἰύζειν ὀμφὰν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 808· μύθων αὐδαθέντων ὀμφ. Εὐρ. Μήδ. 175. – Καθ’ Ἡσύχιον: «ὀμφή· φήμη θεία. κλῃδὼν θεία. φωνή. δόξα. πνοή, ὀνείρου φαντάσματα». ΙΙ. Λακωνικ. ἀντὶ τοῦ ὀσμή, «ὀμφά· ὀσμή. Λάκωνες» Ἡσύχιος· ἐντεῦθεν τὸ ῥόδον ἐν Ἀρκαδίᾳ ἐκαλεῖτο εὐόμφαλον, Τίμαρχ. Παρ’ Ἀθην. 682C. (Ἐκ τῆς √ΕΠ, εἰπεῖν, ὄψ, παρεμβαλλομένου τοῦ μ, πρβλ. κόρυμβος ἐκ τοῦ κορυφή, στρόμβος ἐκ τοῦ στρέφω).
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 voix divine, voix prophétique, oracle;
2 voix en gén.
Étymologie: R. Ἐπ, parler, > ἔπος, ὄψ, avec insertion d’un μ ; cf. κόρυμβος de κορυφή, στρόμβος de στρέφω.