Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὁμοδέμνιος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμοδέμνιος''': -ον, ὁ μετέχων τῶν αὐτῶν δεμνίων, [[ὁμόλεκτρος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1108, Μουσαῖος 70.
|lstext='''ὁμοδέμνιος''': -ον, ὁ μετέχων τῶν αὐτῶν δεμνίων, [[ὁμόλεκτρος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1108, Μουσαῖος 70.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a la même couche, époux, épouse.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[δέμνιον]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[ὁμόλεκτρος]] ; cf. [[ἀκοίτης]], [[γαμέτης]] -- [[γαμετή]], [[γαμέτις]], [[δάμαρ]], [[εὐνήτρια]], [[παράκοιτις]], [[πάρευνος]], [[ξυνάορος]], [[σύγκοιτος]], [[σύζυγος]], [[ἄλοχος]], [[εὖνις]]², [[εὐνήτειρα]].
}}
}}

Revision as of 20:04, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοδέμνιος Medium diacritics: ὁμοδέμνιος Low diacritics: ομοδέμνιος Capitals: ΟΜΟΔΕΜΝΙΟΣ
Transliteration A: homodémnios Transliteration B: homodemnios Transliteration C: omodemnios Beta Code: o(mode/mnios

English (LSJ)

ον,

   A sharing one's bed, A.Ag.1108 (lyr.), Musae.70.

German (Pape)

[Seite 333] Bettgenoß, Ehegatte; πόσις, Aesch. Ag. 1079; sp. D., wie Mus. 70.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοδέμνιος: -ον, ὁ μετέχων τῶν αὐτῶν δεμνίων, ὁμόλεκτρος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1108, Μουσαῖος 70.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a la même couche, époux, épouse.
Étymologie: ὁμός, δέμνιον.
Syn. ὁμόλεκτρος ; cf. ἀκοίτης, γαμέτης -- γαμετή, γαμέτις, δάμαρ, εὐνήτρια, παράκοιτις, πάρευνος, ξυνάορος, σύγκοιτος, σύζυγος, ἄλοχος, εὖνις², εὐνήτειρα.