στοΐδιον: Difference between revisions
From LSJ
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
(6_22) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στοΐδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[στοά]], Στράβ. 396· ἀλλ’ ἴδε ἐν λ. [[στῴδιον]]. | |lstext='''στοΐδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[στοά]], Στράβ. 396· ἀλλ’ ἴδε ἐν λ. [[στῴδιον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[στωΐδιον]] ή [[στῴδιον]], τὸ, Α [[στοά]] / [[στωϊά]]]<br /><b>1.</b> <b>υποκορ.</b> μικρή [[στοά]]<br />2.[[είδος]] στέγης για την [[προφύλαξη]] τών πολιορκητών. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
τό, Dim. of στοά, IG11(2).146 A 69 (Delos, iv B.C.), Str. 9.1.15: cf. στῴδιον.
German (Pape)
[Seite 945] τὁ, dim. von στοά, s. Lob. Phryn. 88.
Greek (Liddell-Scott)
στοΐδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ στοά, Στράβ. 396· ἀλλ’ ἴδε ἐν λ. στῴδιον.
Greek Monolingual
και στωΐδιον ή στῴδιον, τὸ, Α στοά / στωϊά]
1. υποκορ. μικρή στοά
2.είδος στέγης για την προφύλαξη τών πολιορκητών.