ἀπραξία: Difference between revisions

From LSJ
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπραξία''': ἡ, τὸ μὴ πράττειν, μὴ ἐνεργεῖν, τὸ μέλλον ἴσον ἀπραξίᾳ, τὸ μέλλειν τι πρᾶξαι ἴσον τῷ μὴ πράττειν, Εὐρ. Ὀρ. 426· οὐδεμίαν… πρᾶξιν οὐδ’ ἀπραξίαν Πλάτ. Σοφ. 262C. 2) [[ἀνάπαυσις]] ἀπὸ τῆς ἐργασίας, [[ἀργία]], [[ἀνάπαυσις]], Μένανδ. ἐν Ἀδήλοις 93: κατὰ πληθ., ἡμέραι [[ἀργίας]], διακοπαὶ τῶν δικαστηρίων, Πλουτ. Σύλλ. 8. ΙΙ. [[ἔλλειψις]] ἐπιτυχίας, Αἰσχίν. 26. 38· τὸ μὴ μετέχειν τῶν πολιτικῶν πραγμάτων, Συνεσ. Ἐπιστ. 50 ἐν τέλει.
|lstext='''ἀπραξία''': ἡ, τὸ μὴ πράττειν, μὴ ἐνεργεῖν, τὸ μέλλον ἴσον ἀπραξίᾳ, τὸ μέλλειν τι πρᾶξαι ἴσον τῷ μὴ πράττειν, Εὐρ. Ὀρ. 426· οὐδεμίαν… πρᾶξιν οὐδ’ ἀπραξίαν Πλάτ. Σοφ. 262C. 2) [[ἀνάπαυσις]] ἀπὸ τῆς ἐργασίας, [[ἀργία]], [[ἀνάπαυσις]], Μένανδ. ἐν Ἀδήλοις 93: κατὰ πληθ., ἡμέραι [[ἀργίας]], διακοπαὶ τῶν δικαστηρίων, Πλουτ. Σύλλ. 8. ΙΙ. [[ἔλλειψις]] ἐπιτυχίας, Αἰσχίν. 26. 38· τὸ μὴ μετέχειν τῶν πολιτικῶν πραγμάτων, Συνεσ. Ἐπιστ. 50 ἐν τέλει.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />repos, loisir ; [[αἱ]] ἀπραξίαι vacances des tribunaux.<br />'''Étymologie:''' [[ἄπρακτος]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπραξία Medium diacritics: ἀπραξία Low diacritics: απραξία Capitals: ΑΠΡΑΞΙΑ
Transliteration A: apraxía Transliteration B: apraxia Transliteration C: apraksia Beta Code: a)praci/a

English (LSJ)

ἡ,

   A non-action, τὸ μέλλον ἴσον ἀπραξίᾳ λέγω intending to act is the same as not-acting, E.Or.426; οὐδεμίαν . . πρᾶξιν οὐδ' ἀπραξίαν Pl.Sph.262c.    2 rest from business, leisure, Men.633: in pl., = Lat. justitium, Plu.Sull.8.    II want of success, κοινὴ ἀ. Aeschin. 1.188.    2 in pl., futilities, Phld.Rh.1.38S.

German (Pape)

[Seite 338] ἡ, Unthätigkeit, Ggstz πρᾶξις Plat. Soph. 262 c; Thatlosigkeit, Aesch. 1, 188; Gerichtsferien, Plut. Sull. 8; Müßiggang, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπραξία: ἡ, τὸ μὴ πράττειν, μὴ ἐνεργεῖν, τὸ μέλλον ἴσον ἀπραξίᾳ, τὸ μέλλειν τι πρᾶξαι ἴσον τῷ μὴ πράττειν, Εὐρ. Ὀρ. 426· οὐδεμίαν… πρᾶξιν οὐδ’ ἀπραξίαν Πλάτ. Σοφ. 262C. 2) ἀνάπαυσις ἀπὸ τῆς ἐργασίας, ἀργία, ἀνάπαυσις, Μένανδ. ἐν Ἀδήλοις 93: κατὰ πληθ., ἡμέραι ἀργίας, διακοπαὶ τῶν δικαστηρίων, Πλουτ. Σύλλ. 8. ΙΙ. ἔλλειψις ἐπιτυχίας, Αἰσχίν. 26. 38· τὸ μὴ μετέχειν τῶν πολιτικῶν πραγμάτων, Συνεσ. Ἐπιστ. 50 ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
repos, loisir ; αἱ ἀπραξίαι vacances des tribunaux.
Étymologie: ἄπρακτος.