ἐγκύκλιος: Difference between revisions
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγκύκλιος''': -ον, [[ὡσαύτως]] η, ον, Ὀρφ. Ἀργ. 984· ([[κύκλος]]): ― [[κυκλικός]], χοροὶ Εὐρ. Ι. Τ. 429, Αἰσχίν. 2. 23· τὸ ἐγκ. [[σῶμα]] Ἀριστ. Οὐρ. 2. 3, 2· ἐγκ. [[κίνησις]], [[φορά]], κυκλικὴ [[κίνησις]], κυκλικὴ [[φορά]], [[αὐτόθι]] 2. 12, 15., 14, 3. ΙΙ. ἐν κύκλῳ περιστρεφόμενος, [[περιοδικός]], ἐν Ἀθήναις, λειτουργίαι ἐγκ., δημόσιαι ὑπηρεσίαι τακτικῶς κατ’ [[ἔτος]] ἀπαιτούμεναι, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς ἀπαιτουμένας εἰς ἐκτάκτους περιστάσεις (οἷαι αἱ τριηραρχίαι), Δημ. 463, 13, ἴδε Οὐωλφ. προλεγ. εἰς Λεπτ. Ixxxvi κἑξ.· ἐγκ. δίκαια, δικαιώματα κοινὰ πᾶσι τοῖς πολίταις, Δημ. 792. 16. ΙΙΙ. συνήθως, [[τακτικός]], καθ’ ἑκάστην, Λατ. quotidianus, ἐν τοῖς ἐγκυκλίοις καὶ τοῖς καθ’ ἡμέραν γιγνομένοις Ἰσοκρ. 176C, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 9· ἐγκ. διακονίαι, καθημερινὰ καθήκοντα, [[αὐτόθι]], 2. 5, 4, πρβλ. 1. 7, 2· ἡ ἐγκ. [[διοίκησις]] Συλλ. Ἐπιγρ. 2347c. 56. 2) παρ’ Ἀριστ. [[ὡσαύτως]], τὰ ἐγκ. φιλοσοφήματα ἢ τὰ ἐγκύκλια μόνον φαίνεται ὅτι δὲν διέφερον τῶν ἐξωτερικῶν λεγομένων, Οὐραν. 1. 9, 16, Ἠθ. Ν. 1. 5, 6· [[ἐξωτερικός]]: καὶ 3) [[ἐγκύκλιος]] [[παιδεία]], ἦτο ὁ [[κύκλος]] τῆς ἐπιστημονικῆς παιδεύσεως, ἣν πᾶς ἐξ ἐλευθέρων γεννηθεὶς [[νέος]] ἐν Ἑλλάδι ἔπρεπε νὰ διέλθῃ πρὶν ἢ ἐπιδοθῇ εἰς ἰδιαιτέρας σπουδάς, Πλούτ. 2. 1135Ε· οἱ περὶ τὰ ἐγκ. παιδευταὶ ὁ αὐτ. Ἀλέξ. 7· τὰ ἐγκ. παιδεύματα ὁ αὐτ. 2. 7C· πρβλ. Ἀθήν. 184Β, Λουκ. Ἔρωτ. 45, Βιτρούβ, 1. 6, Κυντιλ. Inst. 1. 10, 1· [[ὡσαύτως]], ἐγκ. [[ἀγωγή]], [[παίδευσις]] εἰς γενικὰς γνώσεις, Στράβων 13· ἴδε Σχόλ. μνημονευόμενα ἐν Γαισφόρδου Σουΐδ. ἐν λέξει. | |lstext='''ἐγκύκλιος''': -ον, [[ὡσαύτως]] η, ον, Ὀρφ. Ἀργ. 984· ([[κύκλος]]): ― [[κυκλικός]], χοροὶ Εὐρ. Ι. Τ. 429, Αἰσχίν. 2. 23· τὸ ἐγκ. [[σῶμα]] Ἀριστ. Οὐρ. 2. 3, 2· ἐγκ. [[κίνησις]], [[φορά]], κυκλικὴ [[κίνησις]], κυκλικὴ [[φορά]], [[αὐτόθι]] 2. 12, 15., 14, 3. ΙΙ. ἐν κύκλῳ περιστρεφόμενος, [[περιοδικός]], ἐν Ἀθήναις, λειτουργίαι ἐγκ., δημόσιαι ὑπηρεσίαι τακτικῶς κατ’ [[ἔτος]] ἀπαιτούμεναι, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς ἀπαιτουμένας εἰς ἐκτάκτους περιστάσεις (οἷαι αἱ τριηραρχίαι), Δημ. 463, 13, ἴδε Οὐωλφ. προλεγ. εἰς Λεπτ. Ixxxvi κἑξ.· ἐγκ. δίκαια, δικαιώματα κοινὰ πᾶσι τοῖς πολίταις, Δημ. 792. 16. ΙΙΙ. συνήθως, [[τακτικός]], καθ’ ἑκάστην, Λατ. quotidianus, ἐν τοῖς ἐγκυκλίοις καὶ τοῖς καθ’ ἡμέραν γιγνομένοις Ἰσοκρ. 176C, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 9· ἐγκ. διακονίαι, καθημερινὰ καθήκοντα, [[αὐτόθι]], 2. 5, 4, πρβλ. 1. 7, 2· ἡ ἐγκ. [[διοίκησις]] Συλλ. Ἐπιγρ. 2347c. 56. 2) παρ’ Ἀριστ. [[ὡσαύτως]], τὰ ἐγκ. φιλοσοφήματα ἢ τὰ ἐγκύκλια μόνον φαίνεται ὅτι δὲν διέφερον τῶν ἐξωτερικῶν λεγομένων, Οὐραν. 1. 9, 16, Ἠθ. Ν. 1. 5, 6· [[ἐξωτερικός]]: καὶ 3) [[ἐγκύκλιος]] [[παιδεία]], ἦτο ὁ [[κύκλος]] τῆς ἐπιστημονικῆς παιδεύσεως, ἣν πᾶς ἐξ ἐλευθέρων γεννηθεὶς [[νέος]] ἐν Ἑλλάδι ἔπρεπε νὰ διέλθῃ πρὶν ἢ ἐπιδοθῇ εἰς ἰδιαιτέρας σπουδάς, Πλούτ. 2. 1135Ε· οἱ περὶ τὰ ἐγκ. παιδευταὶ ὁ αὐτ. Ἀλέξ. 7· τὰ ἐγκ. παιδεύματα ὁ αὐτ. 2. 7C· πρβλ. Ἀθήν. 184Β, Λουκ. Ἔρωτ. 45, Βιτρούβ, 1. 6, Κυντιλ. Inst. 1. 10, 1· [[ὡσαύτως]], ἐγκ. [[ἀγωγή]], [[παίδευσις]] εἰς γενικὰς γνώσεις, Στράβων 13· ἴδε Σχόλ. μνημονευόμενα ἐν Γαισφόρδου Σουΐδ. ἐν λέξει. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> qui est rond <i>ou</i> tourne en rond, circulaire : [[ἐγκύκλιος]] [[φορά]] PLUT mouvement circulaire;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> qui revient en cercle sur soi-même, périodique : τὰ ἐγκύκλια ISOCR le cercle des occupations quotidiennes;<br /><b>2</b> qui embrasse un cercle entier : ἡ [[ἐγκύκλιος]] [[παιδεία]] PLUT, τὰ ἐγκύκλια παιδεύματα PLUT, τὰ ἐγκύκλια PLUT le cercle de l’éducation <i>ou</i> des sciences, l’ensemble des sciences qui constituent une éducation complète.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[κύκλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, also α, ον Orph.A.981: (κύκλος):—
A circular, round, χοροί E.IT429 (lyr.), Aeschin.1.10; τὸ ἐ. σῶμα Arist.Cael.286a11; ἐ. κίνησις, φορά, motion in a circle, ib.293a11, 296a35; δρόμημα θεῶν Corp.Herm.3.3. Adv. -ίως in a circle, φέρεσθαι Arist.Mete.339a12, cf. Euc.Phaen.p.2 M., Hero Aut.11.8, Plu.2.1004c; καθῆσθαι Asp.in EN10.31. II revolving in a cycle, recurrent: hence, at Athens, λῃτουργίαι ἐ. public services required regularly every year, opp. to those required at uncertain times, D.20.21; ἐ. δίκαια rights common to all citizens, Id.25.74. III ordinary, everyday, ἐν τοῖς ἐ. καὶ τοῖς καθ' ἡμέραν γιγνομένοις Isoc.3.22, cf. 8.87, Arist.Pol.1269b35; ἐ. διακονίαι everyday duties, ib. 1263a21; τὰ ἐ. καὶ πολιτικά Epicur.Sent.Vat.58; ἡ ἐ. διοίκησις IG12 (5).653.56 (Syros, i B.C.); ἐ. ἀναλώματα ib.1.329; ἐ. [τέλη] taxes farmed out annually, ib.11(2).161 A36, 203 A 29 (Delos, iii B. C.); ταμίαι τῶν ἐ. SIG577.11 (Milet., iii/ii B. C.). b μεγάλοις ἐ. συμπτώμασιν (sc. πάθος) commonly liable to, Phld.Ir.p.29 W. 2 Arist., τὰ ἐ. φιλοσοφήματα or τὰ ἐ., = τὰ ἐξωτερικά, Cael.279a30; ἐν τοῖς ἐ. εἴρηται EN1096a3. 3 ἐ. παιδεία general education, prior to professional studies, D.H.Comp.25, Plu.2.1135d; οἱ περὶ τὰ ἐ. παιδευταί Id.Alex.7; τὰ ἐ. παιδεύματα Id.2.7c, cf. Vitr.6 Praef.4, Quint.Inst. 1.10.1, Ath.4.184b, Luc.Am.45; also ἐ. ἀγωγή instruction in general knowledge, Str.1.1.22; ἐ. τέχνη Olymp.Alch.p.91 B. IV ἐγκύκλιον, τό, tax on sales, PLond.3.1200 (ii B.C.), PAmh.2.53 (ii B. C.), etc.
German (Pape)
[Seite 711] (ἐγκυκλία Orph. Arg. 979), kreisförmig, rund; χοροί Eur. I. T 429; Aesch. 1, 10; ἱερόν Plut. Num. 11; φορά, Kreislauf, de an. procr. 24; – was im Kreise herumgeht, λειτουργίαι (αἱ κατ' ἐνιαυτὸν γινόμεναι, οἷον χορηγίαι, γυμνασιαρχίαι, ἱερῶν περίοδοι, B. A. 250), also Leistungen an den Staat, welche Jahr für Jahr von den Bürgern der Reihe nach geleistet werden, vgl. λειτουργία; Dem. Lept. 21, 130; δαπάναι, jährliche Ausgabe, D. Cass. 71, 32; ἐγκ. δίκαια, die allen Bürgern gemeinsamen Rechte, Dem. 25, 74; das allgemein Gebräuchliche, Gewöhnliche, Dion. Hal. 10, 33 ἐγκύκλιον γὰρ τοῦτο καὶ ἐν ἔθει ἦν; D. Cass. ἔννομον καὶ ἐγκ. πρᾶγμα 44, 29; Isocr. 3, 22 τὰ ἐγκύκλια καὶ τὰ κατὰ τὴν ἡμέραν ἑκάστην γιγνόμενα, das im gewöhnlichen, ruhigen Gange der Dinge Geschehende, den αἱ ἐν τῷ πολέμῳ πλεονεξίαι entgeggstzt; 8, 87 ἓν ἦν τοῦτο τῶν ἐγκυκλίων, ταφὰς ποιεῖν καθ' ἕκαστον ἐνιαυτόν; Arist. nennt die gewöhnlichen Verrichtungen der Diener ἐγκ. διακονήματα, Polit. 1, 7. – Bes. ist ἡ ἐγκ. παιδεία od. τὰ ἐγκ. μαθήματα, auch τὰ ἐγκύκλια allein, der Kreis von Wissenschaften u. Künden, welche jeder freie Grieche in der Jugend treiben mußte, bevor er ins bürgerliche Leben eintrat od. sich einem besondern Studium widmete, Arist. Eth. 1, 5, 6 u. öfter; Plut. Alex. 7 u. a. Sp.; vgl. Ath. IV, 184 b; ἡ ἐγκ. καὶ συνήθης ἀγωγὴ τοῖς ἐλευθέροις καὶ τοῖς φιλοσοφοῦσιν Strab. 1, 1, 22. – Adv. ἐγκυκλίως, kreisförmig, Arist. meteor. 1, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκύκλιος: -ον, ὡσαύτως η, ον, Ὀρφ. Ἀργ. 984· (κύκλος): ― κυκλικός, χοροὶ Εὐρ. Ι. Τ. 429, Αἰσχίν. 2. 23· τὸ ἐγκ. σῶμα Ἀριστ. Οὐρ. 2. 3, 2· ἐγκ. κίνησις, φορά, κυκλικὴ κίνησις, κυκλικὴ φορά, αὐτόθι 2. 12, 15., 14, 3. ΙΙ. ἐν κύκλῳ περιστρεφόμενος, περιοδικός, ἐν Ἀθήναις, λειτουργίαι ἐγκ., δημόσιαι ὑπηρεσίαι τακτικῶς κατ’ ἔτος ἀπαιτούμεναι, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς ἀπαιτουμένας εἰς ἐκτάκτους περιστάσεις (οἷαι αἱ τριηραρχίαι), Δημ. 463, 13, ἴδε Οὐωλφ. προλεγ. εἰς Λεπτ. Ixxxvi κἑξ.· ἐγκ. δίκαια, δικαιώματα κοινὰ πᾶσι τοῖς πολίταις, Δημ. 792. 16. ΙΙΙ. συνήθως, τακτικός, καθ’ ἑκάστην, Λατ. quotidianus, ἐν τοῖς ἐγκυκλίοις καὶ τοῖς καθ’ ἡμέραν γιγνομένοις Ἰσοκρ. 176C, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 9· ἐγκ. διακονίαι, καθημερινὰ καθήκοντα, αὐτόθι, 2. 5, 4, πρβλ. 1. 7, 2· ἡ ἐγκ. διοίκησις Συλλ. Ἐπιγρ. 2347c. 56. 2) παρ’ Ἀριστ. ὡσαύτως, τὰ ἐγκ. φιλοσοφήματα ἢ τὰ ἐγκύκλια μόνον φαίνεται ὅτι δὲν διέφερον τῶν ἐξωτερικῶν λεγομένων, Οὐραν. 1. 9, 16, Ἠθ. Ν. 1. 5, 6· ἐξωτερικός: καὶ 3) ἐγκύκλιος παιδεία, ἦτο ὁ κύκλος τῆς ἐπιστημονικῆς παιδεύσεως, ἣν πᾶς ἐξ ἐλευθέρων γεννηθεὶς νέος ἐν Ἑλλάδι ἔπρεπε νὰ διέλθῃ πρὶν ἢ ἐπιδοθῇ εἰς ἰδιαιτέρας σπουδάς, Πλούτ. 2. 1135Ε· οἱ περὶ τὰ ἐγκ. παιδευταὶ ὁ αὐτ. Ἀλέξ. 7· τὰ ἐγκ. παιδεύματα ὁ αὐτ. 2. 7C· πρβλ. Ἀθήν. 184Β, Λουκ. Ἔρωτ. 45, Βιτρούβ, 1. 6, Κυντιλ. Inst. 1. 10, 1· ὡσαύτως, ἐγκ. ἀγωγή, παίδευσις εἰς γενικὰς γνώσεις, Στράβων 13· ἴδε Σχόλ. μνημονευόμενα ἐν Γαισφόρδου Σουΐδ. ἐν λέξει.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. qui est rond ou tourne en rond, circulaire : ἐγκύκλιος φορά PLUT mouvement circulaire;
II. fig. 1 qui revient en cercle sur soi-même, périodique : τὰ ἐγκύκλια ISOCR le cercle des occupations quotidiennes;
2 qui embrasse un cercle entier : ἡ ἐγκύκλιος παιδεία PLUT, τὰ ἐγκύκλια παιδεύματα PLUT, τὰ ἐγκύκλια PLUT le cercle de l’éducation ou des sciences, l’ensemble des sciences qui constituent une éducation complète.
Étymologie: ἐν, κύκλος.