εἶλαρ: Difference between revisions

From LSJ

Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονBion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(6_21)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἶλαρ''': τό, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτ. τοῦ ἑνικοῦ: ([[εἴλω]]): - [[ἕρκος]], [[φραγμός]], [[σκέπη]], [[φυλακή]], [[ἀσφάλεια]], [[εἶλαρ]] [[νηῶν]] τε καὶ αὐτῶν Ἰλ. ΙΙ. 338, κτλ.· κύματος [[εἶλαρ]] [[ἔμεν]], «πρὸς ἀσφάλειαν καὶ πρὸς τὸ ἀπείργειν τὸ [[κῦμα]] λυόμενον [[ἐκεῖσε]] εἰς ἀφρὸν» (Εὐστ.), Ὀδ. Ε. 257.
|lstext='''εἶλαρ''': τό, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτ. τοῦ ἑνικοῦ: ([[εἴλω]]): - [[ἕρκος]], [[φραγμός]], [[σκέπη]], [[φυλακή]], [[ἀσφάλεια]], [[εἶλαρ]] [[νηῶν]] τε καὶ αὐτῶν Ἰλ. ΙΙ. 338, κτλ.· κύματος [[εἶλαρ]] [[ἔμεν]], «πρὸς ἀσφάλειαν καὶ πρὸς τὸ ἀπείργειν τὸ [[κῦμα]] λυόμενον [[ἐκεῖσε]] εἰς ἀφρὸν» (Εὐστ.), Ὀδ. Ε. 257.
}}
{{bailly
|btext=(τό) :<br /><i>seul. nom. et acc. sg.</i><br />enveloppe ; abri : [[νηῶν]] IL pour les vaisseaux ; κύματος OD contre les flots.<br />'''Étymologie:''' [[εἴλω]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἶλαρ Medium diacritics: εἶλαρ Low diacritics: είλαρ Capitals: ΕΙΛΑΡ
Transliteration A: eîlar Transliteration B: eilar Transliteration C: eilar Beta Code: ei)=lar

English (LSJ)

τό, used only in nom. and acc. sg.,

   A covering, shelter, defence, εἶ. νηῶν τε καὶ αὐτῶν shelter for ship and crew, Il.7.338, etc.; κύματος εἶ. fence against the waves, Od.5.257. (ϝέλϝαρ, cf. ἔλαρ Hsch., εἴλω.)

German (Pape)

[Seite 728] ατος, τό, Bedeckung, Schutzwehr; νηῶν, für die Schiffe, Il. 7, 338; κύματος, gegen die Woge, Od. 5, 257.

Greek (Liddell-Scott)

εἶλαρ: τό, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτ. τοῦ ἑνικοῦ: (εἴλω): - ἕρκος, φραγμός, σκέπη, φυλακή, ἀσφάλεια, εἶλαρ νηῶν τε καὶ αὐτῶν Ἰλ. ΙΙ. 338, κτλ.· κύματος εἶλαρ ἔμεν, «πρὸς ἀσφάλειαν καὶ πρὸς τὸ ἀπείργειν τὸ κῦμα λυόμενον ἐκεῖσε εἰς ἀφρὸν» (Εὐστ.), Ὀδ. Ε. 257.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
seul. nom. et acc. sg.
enveloppe ; abri : νηῶν IL pour les vaisseaux ; κύματος OD contre les flots.
Étymologie: εἴλω.