πρόθεμα: Difference between revisions

From LSJ

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source
(6_21)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόθεμα''': τό, = [[πρόγραμμα]], «ἡ ― τοῦ δικαστοῦ [ἐκ τ]οῦ προθέματος γνώμη» Dittenb. 2422, 10· [[δήλωσις]] ἢ διαταγὴ δημοσία, [[διάταγμα]], Εὐάγρ. 2568Α, Μαλαλ. 216, 338. ΙΙ. θεμέλιον, βάσις, Ἀρχ. Μαθ. 67.
|lstext='''πρόθεμα''': τό, = [[πρόγραμμα]], «ἡ ― τοῦ δικαστοῦ [ἐκ τ]οῦ προθέματος γνώμη» Dittenb. 2422, 10· [[δήλωσις]] ἢ διαταγὴ δημοσία, [[διάταγμα]], Εὐάγρ. 2568Α, Μαλαλ. 216, 338. ΙΙ. θεμέλιον, βάσις, Ἀρχ. Μαθ. 67.
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ, [[πρόθημα]] Ν [[προτίθημι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φωνήεν]] που τίθεται στην [[αρχή]] ορισμένων λέξεων, [[χωρίς]] να σχετίζεται με το [[θέμα]] τους, όπως λ.χ. <i>ἀ</i>-<i>μείβω</i>, <i>ὄ</i>-<i>νομα</i>, <i>ἐ</i>-<i>ρετμός</i> στην αρχαία Ελληνική ή <i>α</i>-[[μάχη]], <i>α</i>-<i>τσίγγανος</i> κ.ά. στη νέα Ελληνική, που αρχίζουν από [[σύμφωνο]] ή από συμφωνικό [[σύμπλεγμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[δημόσια]] [[ειδοποίηση]] ή [[διαταγή]], [[διάταγμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πρόγραμμα]]·<br /><b>2.</b> [[θεμέλιο]], [[βάση]], [[υπόβαθρο]]<br /><b>3.</b> [[πυροστάτης]] ή [[προφυλακτήρας]] για τα βλήματα.
}}
}}

Revision as of 12:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόθεμα Medium diacritics: πρόθεμα Low diacritics: πρόθεμα Capitals: ΠΡΟΘΕΜΑ
Transliteration A: próthema Transliteration B: prothema Transliteration C: prothema Beta Code: pro/qema

English (LSJ)

ατος, τό,

   A public notice, Eun.Hist.p.231 D., IG4.364.9 (Corinth, iv A.D.).    II fire-guard or fender, Ph.Bel.77.51, dub. in 67.11.

German (Pape)

[Seite 723] τό, öffentlicher Anschlag u. dadurch bekannt gemachter Befehl, edictum, Sp.; Suid. auch = Unterlage.

Greek (Liddell-Scott)

πρόθεμα: τό, = πρόγραμμα, «ἡ ― τοῦ δικαστοῦ [ἐκ τ]οῦ προθέματος γνώμη» Dittenb. 2422, 10· δήλωσις ἢ διαταγὴ δημοσία, διάταγμα, Εὐάγρ. 2568Α, Μαλαλ. 216, 338. ΙΙ. θεμέλιον, βάσις, Ἀρχ. Μαθ. 67.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ, πρόθημα Ν προτίθημι
νεοελλ.
φωνήεν που τίθεται στην αρχή ορισμένων λέξεων, χωρίς να σχετίζεται με το θέμα τους, όπως λ.χ. -μείβω, -νομα, -ρετμός στην αρχαία Ελληνική ή α-μάχη, α-τσίγγανος κ.ά. στη νέα Ελληνική, που αρχίζουν από σύμφωνο ή από συμφωνικό σύμπλεγμα
μσν.-αρχ.
δημόσια ειδοποίηση ή διαταγή, διάταγμα
αρχ.
1. πρόγραμμα·
2. θεμέλιο, βάση, υπόβαθρο
3. πυροστάτης ή προφυλακτήρας για τα βλήματα.