ἐκκρούω: Difference between revisions
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
(6_23) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκκρούω''': κρούων [[ἐκβάλλω]] τι, παττάλους ἐκκρούειν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 372· φυλαττόμενον μὴ ἐκκρούσῃ (τὸ [[προβόλιον]]) ἐκ τῶν χειρῶν τῇ κεφαλῇ ἐκνεύσας (ὁ [[ἄγριος]] ὗς) Ξεν. Κυν. 10, 12· περὶ τοῦ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 263, ἴδε ἐν λέξει [[πύνδαξ]]· μεταφ., ἡ μείζων [[κίνησις]] ἐκκρ. τὴν ἐλάττω, ἀποδιώκει, Ἀριστ. π. Αἰσθ. 7, 3, κτλ.· ἡ ἑτέρα [[ἐνέργεια]] ἐκκρ. τὴν ἑτέραν ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 10. 5, 4· ἐκκρ. τὸν λογισμόν, τὴν λύπην [[αὐτόθι]] 3. 12, 7., 7. 14, 4. 2) ἀπωθῶ, [[ἀποκρούω]], Θουκ. 4. 131, Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 16· ἀπὸ τόπου Θουκ. 4. 128· μεταφ., ἐκκρ. τινὰ ἐλπίδος, ματαιώνω τινὸς τὴν ἐλπίδα, Πλάτ. Φαῖδρ. 228Ε· τῆς προαιρέσεως Πλουτ. Σόλων 14· ἵνα μὴ... τοῦ παρόντος ἐμαυτὸν ἐκκρούσω Δημ. 329. 20· τοσαύτας τέχνας... εὑρίσκων ἐκκρούει ὁ αὐτ. 540. 26. - Παθ., τὸν λογισμὸν ἐκκρουσθεὶς Πλουτ. Πύρρ. 30. 3) δι’ ἀποδοκιμασίας καὶ συριγμῶν [[ἀναγκάζω]] ἠθοποιὸν νὰ ἀποσυρθῇ τῆς σκηνῆς, Λατ. explodere, ἐβόων, ἐξέκρουον, λέγει ὁ Δημοσθένης 348. 14. - Μέσ., ἀπαλλάτομαί τινος, τι Πλούτ. 2. 515Α. 4) [[ἀναβάλλω]] διὰ προφάσεων, εἰς ὑστεραίαν τὴν γνώμην Δημ. 385. 26· τὴν δίκην ὁ αὐτ. 944. 10. πρβλ. 1021. 14, 23· ἐκκρ. τοὺς λόγους, ματαιοῦν δι’ ἀναβολῶν ἢ ὑπεκφυγῶν, Πλάτ. Πρωτ. 336C. - Παθ., γραφῆς ἐκκρουομένης Δημ. 1102. 19, πρβλ. 1266. 11· πρβλ. [[διακρούω]], [[παρακρούω]]. 5) [[ἐκρίπτω]], [[ἐξακοντίζω]], βέλη ἐκ μηχανῶν Δίων Κ. 75. 11. ΙΙ. ἀμετάβ., ἐκφύομαι, ἀναφύομαι, κέρατα τῶν κροτάφων ἐκκρούει Φιλόστρ. 23. | |lstext='''ἐκκρούω''': κρούων [[ἐκβάλλω]] τι, παττάλους ἐκκρούειν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 372· φυλαττόμενον μὴ ἐκκρούσῃ (τὸ [[προβόλιον]]) ἐκ τῶν χειρῶν τῇ κεφαλῇ ἐκνεύσας (ὁ [[ἄγριος]] ὗς) Ξεν. Κυν. 10, 12· περὶ τοῦ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 263, ἴδε ἐν λέξει [[πύνδαξ]]· μεταφ., ἡ μείζων [[κίνησις]] ἐκκρ. τὴν ἐλάττω, ἀποδιώκει, Ἀριστ. π. Αἰσθ. 7, 3, κτλ.· ἡ ἑτέρα [[ἐνέργεια]] ἐκκρ. τὴν ἑτέραν ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 10. 5, 4· ἐκκρ. τὸν λογισμόν, τὴν λύπην [[αὐτόθι]] 3. 12, 7., 7. 14, 4. 2) ἀπωθῶ, [[ἀποκρούω]], Θουκ. 4. 131, Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 16· ἀπὸ τόπου Θουκ. 4. 128· μεταφ., ἐκκρ. τινὰ ἐλπίδος, ματαιώνω τινὸς τὴν ἐλπίδα, Πλάτ. Φαῖδρ. 228Ε· τῆς προαιρέσεως Πλουτ. Σόλων 14· ἵνα μὴ... τοῦ παρόντος ἐμαυτὸν ἐκκρούσω Δημ. 329. 20· τοσαύτας τέχνας... εὑρίσκων ἐκκρούει ὁ αὐτ. 540. 26. - Παθ., τὸν λογισμὸν ἐκκρουσθεὶς Πλουτ. Πύρρ. 30. 3) δι’ ἀποδοκιμασίας καὶ συριγμῶν [[ἀναγκάζω]] ἠθοποιὸν νὰ ἀποσυρθῇ τῆς σκηνῆς, Λατ. explodere, ἐβόων, ἐξέκρουον, λέγει ὁ Δημοσθένης 348. 14. - Μέσ., ἀπαλλάτομαί τινος, τι Πλούτ. 2. 515Α. 4) [[ἀναβάλλω]] διὰ προφάσεων, εἰς ὑστεραίαν τὴν γνώμην Δημ. 385. 26· τὴν δίκην ὁ αὐτ. 944. 10. πρβλ. 1021. 14, 23· ἐκκρ. τοὺς λόγους, ματαιοῦν δι’ ἀναβολῶν ἢ ὑπεκφυγῶν, Πλάτ. Πρωτ. 336C. - Παθ., γραφῆς ἐκκρουομένης Δημ. 1102. 19, πρβλ. 1266. 11· πρβλ. [[διακρούω]], [[παρακρούω]]. 5) [[ἐκρίπτω]], [[ἐξακοντίζω]], βέλη ἐκ μηχανῶν Δίων Κ. 75. 11. ΙΙ. ἀμετάβ., ἐκφύομαι, ἀναφύομαι, κέρατα τῶν κροτάφων ἐκκρούει Φιλόστρ. 23. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> faire tomber en secouant <i>ou</i> en heurtant;<br /><b>2</b> repousser en heurtant : ἐκκρ. τοὺς ἐπιόντας βαρβάρους THC repousser le choc des barbares;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> détourner : τινα τῆς προαιρέσεως PLUT qqn de son projet ; [[τοῦ]] παρόντος ἑαυτόν DÉM se détourner brusquement de l’objet présent d’une discussion;<br /><b>II.</b> <i>intr. en apparence (s.e.</i> ἑαυτόν) se faire jour en déchirant, percer;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐκκρούομαι;<br /><b>1</b> faire tomber en secouant <i>ou</i> en heurtant;<br /><b>2</b> se débarrasser de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[κρούω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
A knock out, παττάλους Ar.Fr.402b ; τι ἐκ τῶν χειρῶν X.Cyn.10.12 ; for Ar.Fr.270 (Med.), v. πύνδαξ :—Pass., BGU1007.16 (iii B.C.). b metaph., ἡ μείζων κίνησις ἐ. τὴν ἐλάττω expels, Arist.Sens.447a15 ; [ἡ ἡδίων ἐνέργεια] ἐ. τὴν ἑτέραν Id.EN1175b8 ; ἐ. τὸν λογισμόν, τὴν λύπην, ib.1119b10, 1154a27. 2 drive back, repulse, Th.4.131, X.HG 7.4.16 ; ἀπὸ [λόφου] Th.4.128 : metaph., ἐ. τινὰ ἐλπίδος to frustrate, cheat one of. ., Pl.Phdr.228e ; τῆς προαιρέσεως Plu.Sol.14 ; ἵνα μὴ.. τοῦ παρόντος ἐμαυτὸν ἐκκρούσω D.18.313 :—Pass., τὸν λογισμὸν ἐκκρουσθείς Plu.Pyrrh.30. 3 hiss an actor off the stage, ἐβόων, ἐξέκρουόν με D.19.23. 4 put off, adjourn by evasions, εἰς ὑστεραίαν τὴν.. γνώμην ib.144 ; [τὴν δίκην] Id.36.2, cf.54.30 ; τοσαύτας τέχνας.. εὑρίσκων ἐκκρούει Id.21.81 ; ἐ. τοὺς λόγους elude, Pl.Prt.336c ; ἐ. πρᾶγμα τῷ χρόνῳ 'talk out', Plu.Caes.13 :—Pass., γραφῆς ἐκκρουομένης D.45.4. 5 discharge, βέλη ἐκ μηχανῶν D.C.75.11. 6 Math., subtract, κοινὸν ἐκκεκρούσθω τὸ ἀπὸ BZ let the square on BZ be subtracted from both, Papp.946.16 ; cast out by division, Vett.Val.20.20, 174.2 ; deduct, in Pass., PTeb.189,241 (i B.C.), etc. II Med., get rid of, βῆχα Plu.2.515a. III intr., break forth, κέρατα τῶν κροτάφων ἐκκρούει Philostr.VA1.19.
German (Pape)
[Seite 765] (s. κρούω), herausschlagen, ἐκ τῶν χειρῶν Xen. Cyn. 10, 12; bes. im Kriege, vertreiben, herausschlagen, τοὺς ἐπιόντας βαρβάρους Thuc. 4, 128; 6, 100; ἐξεκρούσθη 7, 102; Xen. Hell. 7, 4, 16; von der Bühne, Dem. 19, 23; τινὰ τῆς ἐλπίδος, ihn der Hoffnung berauben, Plat. Phaedr. 228 e; ähnlich τὸν Σόλωνα τῆς προαιρέσεως Plut. Sol. 14; vgl. Cat. min. 61; ἐκκρουσθεὶς τὸν λογισμόν Pyrrh. 30; λόγους, vereiteln, Plat. Prot. 336 c; ἐξέκρουε καὶ παρῆγε Plut. Rom. 23; χρόνους Dem. 36, 2, wie 40, 45, die Zeit hinbringen, aufschieben. – Intraus., hervorbrechen, Philostr. – Med. = act., πύνδακας ἐκκρούσασθαι Ar. Poll. 10, 79.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκρούω: κρούων ἐκβάλλω τι, παττάλους ἐκκρούειν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 372· φυλαττόμενον μὴ ἐκκρούσῃ (τὸ προβόλιον) ἐκ τῶν χειρῶν τῇ κεφαλῇ ἐκνεύσας (ὁ ἄγριος ὗς) Ξεν. Κυν. 10, 12· περὶ τοῦ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 263, ἴδε ἐν λέξει πύνδαξ· μεταφ., ἡ μείζων κίνησις ἐκκρ. τὴν ἐλάττω, ἀποδιώκει, Ἀριστ. π. Αἰσθ. 7, 3, κτλ.· ἡ ἑτέρα ἐνέργεια ἐκκρ. τὴν ἑτέραν ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 10. 5, 4· ἐκκρ. τὸν λογισμόν, τὴν λύπην αὐτόθι 3. 12, 7., 7. 14, 4. 2) ἀπωθῶ, ἀποκρούω, Θουκ. 4. 131, Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 16· ἀπὸ τόπου Θουκ. 4. 128· μεταφ., ἐκκρ. τινὰ ἐλπίδος, ματαιώνω τινὸς τὴν ἐλπίδα, Πλάτ. Φαῖδρ. 228Ε· τῆς προαιρέσεως Πλουτ. Σόλων 14· ἵνα μὴ... τοῦ παρόντος ἐμαυτὸν ἐκκρούσω Δημ. 329. 20· τοσαύτας τέχνας... εὑρίσκων ἐκκρούει ὁ αὐτ. 540. 26. - Παθ., τὸν λογισμὸν ἐκκρουσθεὶς Πλουτ. Πύρρ. 30. 3) δι’ ἀποδοκιμασίας καὶ συριγμῶν ἀναγκάζω ἠθοποιὸν νὰ ἀποσυρθῇ τῆς σκηνῆς, Λατ. explodere, ἐβόων, ἐξέκρουον, λέγει ὁ Δημοσθένης 348. 14. - Μέσ., ἀπαλλάτομαί τινος, τι Πλούτ. 2. 515Α. 4) ἀναβάλλω διὰ προφάσεων, εἰς ὑστεραίαν τὴν γνώμην Δημ. 385. 26· τὴν δίκην ὁ αὐτ. 944. 10. πρβλ. 1021. 14, 23· ἐκκρ. τοὺς λόγους, ματαιοῦν δι’ ἀναβολῶν ἢ ὑπεκφυγῶν, Πλάτ. Πρωτ. 336C. - Παθ., γραφῆς ἐκκρουομένης Δημ. 1102. 19, πρβλ. 1266. 11· πρβλ. διακρούω, παρακρούω. 5) ἐκρίπτω, ἐξακοντίζω, βέλη ἐκ μηχανῶν Δίων Κ. 75. 11. ΙΙ. ἀμετάβ., ἐκφύομαι, ἀναφύομαι, κέρατα τῶν κροτάφων ἐκκρούει Φιλόστρ. 23.
French (Bailly abrégé)
I. tr. 1 faire tomber en secouant ou en heurtant;
2 repousser en heurtant : ἐκκρ. τοὺς ἐπιόντας βαρβάρους THC repousser le choc des barbares;
3 p. ext. détourner : τινα τῆς προαιρέσεως PLUT qqn de son projet ; τοῦ παρόντος ἑαυτόν DÉM se détourner brusquement de l’objet présent d’une discussion;
II. intr. en apparence (s.e. ἑαυτόν) se faire jour en déchirant, percer;
Moy. ἐκκρούομαι;
1 faire tomber en secouant ou en heurtant;
2 se débarrasser de, acc..
Étymologie: ἐκ, κρούω.