θυγατρόγαμος: Difference between revisions

From LSJ
(6_17)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θῠγατρόγᾰμος''': -ον, νυμφευθεὶς τὴν ἰδίαν του θυγατέρα, Νόνν. Δ. 12. 73.
|lstext='''θῠγατρόγᾰμος''': -ον, νυμφευθεὶς τὴν ἰδίαν του θυγατέρα, Νόνν. Δ. 12. 73.
}}
{{grml
|mltxt=[[θυγατρόγαμος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει παντρευτεί τη [[θυγατέρα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θυγατρο</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[θυγάτηρ]], <b>[[πρβλ]].</b> γεν. <i>θυγατρ</i>-<i>ός</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>γαμος</i> ([[γάμος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εύ</i>-<i>γαμος</i>, <i>ηδύ</i>-<i>γαμος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠγατρόγᾰμος Medium diacritics: θυγατρόγαμος Low diacritics: θυγατρόγαμος Capitals: ΘΥΓΑΤΡΟΓΑΜΟΣ
Transliteration A: thygatrógamos Transliteration B: thygatrogamos Transliteration C: thygatrogamos Beta Code: qugatro/gamos

English (LSJ)

ον,

   A married to one's own daughter, Nonn.D. 12.73.

German (Pape)

[Seite 1221] mit der Tochter verheirathet, γεννητήρ Nonn. D. 12, 74.

Greek (Liddell-Scott)

θῠγατρόγᾰμος: -ον, νυμφευθεὶς τὴν ἰδίαν του θυγατέρα, Νόνν. Δ. 12. 73.

Greek Monolingual

θυγατρόγαμος, -ον (Μ)
αυτός που έχει παντρευτεί τη θυγατέρα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο- (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θυγατρ-ός) + -γαμος (γάμος), πρβλ. εύ-γαμος, ηδύ-γαμος].