ἑάφθη: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(6_8) |
(Autenrieth) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑάφθη''': εὕρηται μόνον ἐν Ἰλ. Ν. 543 ἐπὶ δ’ ἀσπὶς [[ἑάφθη]] καὶ [[κόρυς]], καὶ Ξ. 419 ἐπ’ αὐτῷ ἀσπὶς [[ἑάφθη]]. Πλεῖστοι ἑπόμενοι τῷ Τυραννίωνι (ἐν τοῖς Ἑνετ. Σχολίοις) ἀποδίδουσι τὸν τύπον τοῦτον εἰς τὸ ἅπτω· καὶ [[ἑπομένως]] κεῖται ἀντὶ τοῦ ἥφθη, ἔμεινε προσηρτημένη, συγκατέμεινε. Ὁ Ἀρίσταρχ. ἀποδίδει τὸν τύπον εἰς τὸ [[ἕπομαι]], ἀσπὶς καὶ περικεφαλαία συμπαρηκολούθησαν, - [[ἐναντίον]] πάσης ἀναλογίας. - Ἐν ἑκατέρᾳ περιπτώσει ἡ συλλαβικὴ [[αὔξησις]] εἰς [[ῥῆμα]] μὴ ἔχον τὸ [[δίγαμμα]] [[εἶναι]] [[ἀνώμαλος]]. - Πρβλ. Spitzn. Exc. xxiv., εἰς Ἰλ. | |lstext='''ἑάφθη''': εὕρηται μόνον ἐν Ἰλ. Ν. 543 ἐπὶ δ’ ἀσπὶς [[ἑάφθη]] καὶ [[κόρυς]], καὶ Ξ. 419 ἐπ’ αὐτῷ ἀσπὶς [[ἑάφθη]]. Πλεῖστοι ἑπόμενοι τῷ Τυραννίωνι (ἐν τοῖς Ἑνετ. Σχολίοις) ἀποδίδουσι τὸν τύπον τοῦτον εἰς τὸ ἅπτω· καὶ [[ἑπομένως]] κεῖται ἀντὶ τοῦ ἥφθη, ἔμεινε προσηρτημένη, συγκατέμεινε. Ὁ Ἀρίσταρχ. ἀποδίδει τὸν τύπον εἰς τὸ [[ἕπομαι]], ἀσπὶς καὶ περικεφαλαία συμπαρηκολούθησαν, - [[ἐναντίον]] πάσης ἀναλογίας. - Ἐν ἑκατέρᾳ περιπτώσει ἡ συλλαβικὴ [[αὔξησις]] εἰς [[ῥῆμα]] μὴ ἔχον τὸ [[δίγαμμα]] [[εἶναι]] [[ἀνώμαλος]]. - Πρβλ. Spitzn. Exc. xxiv., εἰς Ἰλ. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=[[defective]] aor. [[pass]]., a [[doubtful]] [[word]], used [[twice]], ἐπὶ δ' ἄσπις [[ἐάφθη]] καὶ κορύς, Il. 13.543 ([[similarly]] Il. 14.419), followed. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:28, 15 August 2017
English (LSJ)
found only in Il.13.543 ἐπὶ δ' ἀσπὶς ἑάφθη καὶ κόρυς and 14.419 ἐπ' αὐτῷ ἀσπὶς ἑάφθη. (Acc. to Tyrannio ap.Sch.A,
A = ἥφθη, upon him was fastened, i.e. to him clung, his shield; acc. to Aristarch., connected with ἕπομαι, shield and helmet followed after: ἑ- Aristarch., ἐ- most Mss.; possibly connected with ἰάπτω (q. v.), was hurled over him; glossed by ἐκάμφθη, ἐβλάβη, Hsch.)
Greek (Liddell-Scott)
ἑάφθη: εὕρηται μόνον ἐν Ἰλ. Ν. 543 ἐπὶ δ’ ἀσπὶς ἑάφθη καὶ κόρυς, καὶ Ξ. 419 ἐπ’ αὐτῷ ἀσπὶς ἑάφθη. Πλεῖστοι ἑπόμενοι τῷ Τυραννίωνι (ἐν τοῖς Ἑνετ. Σχολίοις) ἀποδίδουσι τὸν τύπον τοῦτον εἰς τὸ ἅπτω· καὶ ἑπομένως κεῖται ἀντὶ τοῦ ἥφθη, ἔμεινε προσηρτημένη, συγκατέμεινε. Ὁ Ἀρίσταρχ. ἀποδίδει τὸν τύπον εἰς τὸ ἕπομαι, ἀσπὶς καὶ περικεφαλαία συμπαρηκολούθησαν, - ἐναντίον πάσης ἀναλογίας. - Ἐν ἑκατέρᾳ περιπτώσει ἡ συλλαβικὴ αὔξησις εἰς ῥῆμα μὴ ἔχον τὸ δίγαμμα εἶναι ἀνώμαλος. - Πρβλ. Spitzn. Exc. xxiv., εἰς Ἰλ.
English (Autenrieth)
defective aor. pass., a doubtful word, used twice, ἐπὶ δ' ἄσπις ἐάφθη καὶ κορύς, Il. 13.543 (similarly Il. 14.419), followed.