προμήθεια: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προμήθεια''': Δωρ. -μάθεια, Ἰων. προμηθίη, παρ’ Ἀττικ. ποιηταῖς [[προμηθία]] (ἴδε ἐν τέλει): ― πρόβλεψις, [[πρόνοια]], ἀγαθὸν ἡ προμηθίη Ἡρόδ. 3. 36, πρβλ. Πινδ. Ν. 11. 60, Ι. 5, 57· προμηθίαν λαβεῖν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 177, Εὐρ. Ἑκάβ. 795· πολλὴν προμήθειαν ποιεῖσθαι Πλάτ. Μίν. 318Ε· ἐν πολλῇ προμηθίῃ ἔχω τινά, ἔχω ἐν μεγάλῃ ὑπολήψει, [[σέβομαι]], ἐκτιμῶ, Ἡρόδ. 1. 88· προμηθίαν ἔχειν τινὸς Ξενοφάν. 1. 24, Εὐρ. Ἄλκ. 1054, Πλάτ. Γοργ. 501Β· προμήθειαν ἔχειν ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 441Ε· παύειν τινὰ τῆς προμηθείας Ἀντιφῶν 118. 15· ― ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὸν Προμηθέα, Λουκ. Προμ. εἶ ἐν λόγοις 1. [Ὁ [[τύπος]] [[προμηθία]] ἀποκαθίσταται νῦν ἐν ἅπασι τοῖς χωρίοις τῶν Τραγικῶν, ἀφ’ οὗ τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτεῖ τὸν τοιοῦτον τύπον ἐν Σοφ. Ἠλ. 990, Ο. Κ. 332, 1043, Ἀποσπ. 688, Εὐρ. Μήδ. 741, Ἑκάβ. 1137, Φοιν. 1465, Ἀνδρ. 690, Ι. Τ. 1202, δύναται δὲ νὰ γραφῇ καὶ ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 177, Σοφ. Ἠλ. 1036, 1350, Φιλ. 557, Εὐρ. Ἀλκ. 1054, Ἴωνι 448, ἐν ᾧ ὁ [[τύπος]] [[προμήθεια]] [[οὐδαμοῦ]] ἀπαιτεῖται· ― τὸ [[προμηθία]] ἀπαντᾷ συνηθέστατα καὶ ὡς διάφ. γραφ. ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τῶν πεζογράφων, [[οἷον]] Πλάτ. Γοργ. 501Β.
|lstext='''προμήθεια''': Δωρ. -μάθεια, Ἰων. προμηθίη, παρ’ Ἀττικ. ποιηταῖς [[προμηθία]] (ἴδε ἐν τέλει): ― πρόβλεψις, [[πρόνοια]], ἀγαθὸν ἡ προμηθίη Ἡρόδ. 3. 36, πρβλ. Πινδ. Ν. 11. 60, Ι. 5, 57· προμηθίαν λαβεῖν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 177, Εὐρ. Ἑκάβ. 795· πολλὴν προμήθειαν ποιεῖσθαι Πλάτ. Μίν. 318Ε· ἐν πολλῇ προμηθίῃ ἔχω τινά, ἔχω ἐν μεγάλῃ ὑπολήψει, [[σέβομαι]], ἐκτιμῶ, Ἡρόδ. 1. 88· προμηθίαν ἔχειν τινὸς Ξενοφάν. 1. 24, Εὐρ. Ἄλκ. 1054, Πλάτ. Γοργ. 501Β· προμήθειαν ἔχειν ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 441Ε· παύειν τινὰ τῆς προμηθείας Ἀντιφῶν 118. 15· ― ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὸν Προμηθέα, Λουκ. Προμ. εἶ ἐν λόγοις 1. [Ὁ [[τύπος]] [[προμηθία]] ἀποκαθίσταται νῦν ἐν ἅπασι τοῖς χωρίοις τῶν Τραγικῶν, ἀφ’ οὗ τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτεῖ τὸν τοιοῦτον τύπον ἐν Σοφ. Ἠλ. 990, Ο. Κ. 332, 1043, Ἀποσπ. 688, Εὐρ. Μήδ. 741, Ἑκάβ. 1137, Φοιν. 1465, Ἀνδρ. 690, Ι. Τ. 1202, δύναται δὲ νὰ γραφῇ καὶ ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 177, Σοφ. Ἠλ. 1036, 1350, Φιλ. 557, Εὐρ. Ἀλκ. 1054, Ἴωνι 448, ἐν ᾧ ὁ [[τύπος]] [[προμήθεια]] [[οὐδαμοῦ]] ἀπαιτεῖται· ― τὸ [[προμηθία]] ἀπαντᾷ συνηθέστατα καὶ ὡς διάφ. γραφ. ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τῶν πεζογράφων, [[οἷον]] Πλάτ. Γοργ. 501Β.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> prévenance, égards, soins empressés;<br /><b>2</b> prudence, prévoyance.<br />'''Étymologie:''' [[προμηθής]].
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προμήθεια Medium diacritics: προμήθεια Low diacritics: προμήθεια Capitals: ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ
Transliteration A: promḗtheia Transliteration B: promētheia Transliteration C: promitheia Beta Code: promh/qeia

English (LSJ)

Dor. προ-μάθεια [μᾱ], Ion. προμηθίη, in Trag. προμηθία (v. sub fin.):—

   A foresight, forethought, σοφὸν ἡ προμηθίη Hdt.3.36, cf. Pi.N.11.46, I.1.40, Th.4.62, al.; προμηθίαν λαβεῖν A.Supp.178, cf. E.Hec.795; πολλὴν προμήθειαν ποιεῖσθαι Pl.Min.318e; ἐν πολλῇ προμηθίῃ ἔχειν τινά to hold in great consideration, Hdt.1.88; προμηθείην ἔχειν τινός Xenoph.1.24, cf. E.Alc.1054, Pl.Grg.501b; ἔχειν τὴν ὑπὲρ τῆς ψυχῆς π. Id.R.441e: with reference to Prometheus, Luc.Prom.Es1. [προμηθία is required by the metre in S.El.990, OC 332, 1043, Frr.302.2,950.3, E.Med.741, Hec.1137, Ph.1466, Andr. 690, IT1202, and is admissible in A.Supp.178, S.El.1036, 1350, Ph.557, E.Alc.1054, Ion448, whereas προμήθεια is never required.]

German (Pape)

[Seite 734] ion. προμηθίη, ἡ, Vorsicht, Klugheit; προμάθειαν φέρει νόῳ, Pind. I. 1, 40; Her. 3, 36; ἐν πολλῇ προμηθίῃ ἔχειν τινά, Einen mit vieler Rücksicht, Achtung behandeln, 1, 88, προμήθειαν λαβεῖν, Aesch. Suppl. 175; προμήθ ειάν τινα ἔχοντες τοῦ βελτίστου περὶ τὴν τέχνην, Plat. Gorg. 501 b, vgl. Rep. IV, 441 e.

Greek (Liddell-Scott)

προμήθεια: Δωρ. -μάθεια, Ἰων. προμηθίη, παρ’ Ἀττικ. ποιηταῖς προμηθία (ἴδε ἐν τέλει): ― πρόβλεψις, πρόνοια, ἀγαθὸν ἡ προμηθίη Ἡρόδ. 3. 36, πρβλ. Πινδ. Ν. 11. 60, Ι. 5, 57· προμηθίαν λαβεῖν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 177, Εὐρ. Ἑκάβ. 795· πολλὴν προμήθειαν ποιεῖσθαι Πλάτ. Μίν. 318Ε· ἐν πολλῇ προμηθίῃ ἔχω τινά, ἔχω ἐν μεγάλῃ ὑπολήψει, σέβομαι, ἐκτιμῶ, Ἡρόδ. 1. 88· προμηθίαν ἔχειν τινὸς Ξενοφάν. 1. 24, Εὐρ. Ἄλκ. 1054, Πλάτ. Γοργ. 501Β· προμήθειαν ἔχειν ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 441Ε· παύειν τινὰ τῆς προμηθείας Ἀντιφῶν 118. 15· ― ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὸν Προμηθέα, Λουκ. Προμ. εἶ ἐν λόγοις 1. [Ὁ τύπος προμηθία ἀποκαθίσταται νῦν ἐν ἅπασι τοῖς χωρίοις τῶν Τραγικῶν, ἀφ’ οὗ τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ τὸν τοιοῦτον τύπον ἐν Σοφ. Ἠλ. 990, Ο. Κ. 332, 1043, Ἀποσπ. 688, Εὐρ. Μήδ. 741, Ἑκάβ. 1137, Φοιν. 1465, Ἀνδρ. 690, Ι. Τ. 1202, δύναται δὲ νὰ γραφῇ καὶ ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 177, Σοφ. Ἠλ. 1036, 1350, Φιλ. 557, Εὐρ. Ἀλκ. 1054, Ἴωνι 448, ἐν ᾧ ὁ τύπος προμήθεια οὐδαμοῦ ἀπαιτεῖται· ― τὸ προμηθία ἀπαντᾷ συνηθέστατα καὶ ὡς διάφ. γραφ. ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τῶν πεζογράφων, οἷον Πλάτ. Γοργ. 501Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 prévenance, égards, soins empressés;
2 prudence, prévoyance.
Étymologie: προμηθής.