κηρύκειος: Difference between revisions
οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα → the hearing ear and the seeing eye; the Lord has made both of them
(6_22) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κηρύκειος''': ῡ, ον, ἀνήκων εἰς [[κήρυγμα]], [[γράμμα]] Σοφ. Ἀποσπ. 897· γραφὴ Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. | |lstext='''κηρύκειος''': ῡ, ον, ἀνήκων εἰς [[κήρυγμα]], [[γράμμα]] Σοφ. Ἀποσπ. 897· γραφὴ Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ο(ν) (ΑΜ [[κηρύκειος]],-ον) [[κήρυξ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κήρυκα («[[κηρύκειον]] [[γράμμα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κηρύκειο</i>(<i>ν</i>)<br />το [[ραβδί]] του κήρυκα<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <b>(νομ.)</b> <i>τα [[κηρύκεια]]<br />η [[αμοιβή]] του κήρυκα [[κατά]] την παλαιά [[πολιτική]] [[δικονομία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[σύμβολο]] του κήρυκα ή [[κάλυμμα]] της κεφαλής του κήρυκα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[κηρύκεια]] συμπεπλεγμένα ἐκ τῶν θαλλῶν» — ικετηρία, τα κλαδιά που κρατούσε ο [[ικέτης]] και τά κατέθετε στον βωμό<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «τὸ [[κηρύκειον]] ἢ τὴν μάχαιραν» — [[ειρήνη]] ή πόλεμο (<b>Φώτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) το [[ραβδί]] του Ερμή, κήρυκα τών θεών<br />β) ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ὁ ἐπὶ τῇ κηρύξει [[μισθός]]» <br />γ) ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ἐφ' ᾧ ἀναβὰς ὁ [[κήρυξ]] ἐκήρυττε» <br />δ) μικρή [[σφραγίδα]]<br />ε) [[ονομασία]] αστερισμού<br />στ) [[φόρος]] δημοπρασίας<br />ζ) η [[αμοιβή]] εκείνου που έκανε τη [[δημοπρασία]]<br />η) η [[αμοιβή]] του καταδότη<br />θ) χειρουργικό [[εργαλείο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A of a herald, γράμμα S.Fr. 784; γραφή Anon. ap. Suid. II Κᾱρυκήϝιος, ὁ, Boeot. title of Apollo, Schwyzer 440.10, 11 (Tanagra, Thebes, vi B.C.).
German (Pape)
[Seite 1434] den Herold betreffend, ihm eigen; γράμμα Soph. frg. 897.
Greek (Liddell-Scott)
κηρύκειος: ῡ, ον, ἀνήκων εἰς κήρυγμα, γράμμα Σοφ. Ἀποσπ. 897· γραφὴ Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ο(ν) (ΑΜ κηρύκειος,-ον) κήρυξ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κήρυκα («κηρύκειον γράμμα», Σοφ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το κηρύκειο(ν)
το ραβδί του κήρυκα
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) (νομ.) τα κηρύκεια
η αμοιβή του κήρυκα κατά την παλαιά πολιτική δικονομία
μσν.
το ουδ. ως ουσ. σύμβολο του κήρυκα ή κάλυμμα της κεφαλής του κήρυκα
αρχ.
1. φρ. «κηρύκεια συμπεπλεγμένα ἐκ τῶν θαλλῶν» — ικετηρία, τα κλαδιά που κρατούσε ο ικέτης και τά κατέθετε στον βωμό
2. παροιμ. «τὸ κηρύκειον ἢ τὴν μάχαιραν» — ειρήνη ή πόλεμο (Φώτ.)
3. το ουδ. ως ουσ. α) το ραβδί του Ερμή, κήρυκα τών θεών
β) (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ἐπὶ τῇ κηρύξει μισθός»
γ) (κατά το λεξ. Σούδα) «ἐφ' ᾧ ἀναβὰς ὁ κήρυξ ἐκήρυττε»
δ) μικρή σφραγίδα
ε) ονομασία αστερισμού
στ) φόρος δημοπρασίας
ζ) η αμοιβή εκείνου που έκανε τη δημοπρασία
η) η αμοιβή του καταδότη
θ) χειρουργικό εργαλείο.