ὀρθοκέφαλος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(6_18) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρθοκέφᾰλος''': -ον, ὁ ἔχων τὴν κεφαλὴν ὠρθωμένην, Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λ. [[ὀρθόκραιρος]]. | |lstext='''ὀρθοκέφᾰλος''': -ον, ὁ ἔχων τὴν κεφαλὴν ὠρθωμένην, Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λ. [[ὀρθόκραιρος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀρθοκέφαλος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που χαρακτηρίζεται από [[ορθοκεφαλία]], δηλ. που έχει [[μέσο]] βαθμό ύψους της κεφαλής ή του κρανίου<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει όρθιο, ανορθωμένο το [[κεφάλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), <b>πρβλ.</b> <i>οξυ</i>-[[κέφαλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with head erect, Apollon.Lex. s.v. ὀρθοκραιράων.
German (Pape)
[Seite 374] mit aufrechtem Kopfe, Eust. und Apoll. L. H., Erkl. von ὀρθόκραιρος.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθοκέφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων τὴν κεφαλὴν ὠρθωμένην, Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λ. ὀρθόκραιρος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀρθοκέφαλος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που χαρακτηρίζεται από ορθοκεφαλία, δηλ. που έχει μέσο βαθμό ύψους της κεφαλής ή του κρανίου
αρχ.
αυτός που έχει όρθιο, ανορθωμένο το κεφάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. οξυ-κέφαλος.