ἐνοίκιος: Difference between revisions
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνοίκιος''': -ον, ([[οἶκος]]) ὁ ἐν τῷ οἴκῳ ὤν, [[οἴκοι]] διαμένων, [[κατοικίδιος]], [[ἐνοίκιος]] [[ὄρνις]], [[ἀλέκτωρ]], ἐνοικίου δ’ ὄρνιθος οὐ [[λέγω]] μάχην Αἰσχύλ. Εὐμ. 866· πρβλ. ἐνδομάχας. ΙΙ. ὡς οὐσ., 1) ἐνοίκιον, τό, ὡς παρ’ ἡμῖν, Λυσ. Ἀποσπ. 15, Ἰσαῖος 58. 23, Δημ. 1179. 23, Ἀνθ. Π. 11. 251· τῷ σώματι τελεῖ ἐνοίκιον ἡ ψυχὴ Θεόφρ. παρὰ Πλουτ. 2. 139Ε. 2) ἐνοίκιον, τό, [[οἴκησις]], σχέτλιοι, οἳ περὶ κεῖνον ἐνοίκια χῶρον ἔχουσιν, «σχετλιασμοῦ δὲ ὄ ἐκεῖνοι οἱ ἄνδρες ἄξιοι, οἵτινες περὶ τὸν ποταμὸν ἐκεῖνον τὴν οἴκησιν αὐτῶν ἔχουσιν» (Παράφρ.) Διον. Π. 668. | |lstext='''ἐνοίκιος''': -ον, ([[οἶκος]]) ὁ ἐν τῷ οἴκῳ ὤν, [[οἴκοι]] διαμένων, [[κατοικίδιος]], [[ἐνοίκιος]] [[ὄρνις]], [[ἀλέκτωρ]], ἐνοικίου δ’ ὄρνιθος οὐ [[λέγω]] μάχην Αἰσχύλ. Εὐμ. 866· πρβλ. ἐνδομάχας. ΙΙ. ὡς οὐσ., 1) ἐνοίκιον, τό, ὡς παρ’ ἡμῖν, Λυσ. Ἀποσπ. 15, Ἰσαῖος 58. 23, Δημ. 1179. 23, Ἀνθ. Π. 11. 251· τῷ σώματι τελεῖ ἐνοίκιον ἡ ψυχὴ Θεόφρ. παρὰ Πλουτ. 2. 139Ε. 2) ἐνοίκιον, τό, [[οἴκησις]], σχέτλιοι, οἳ περὶ κεῖνον ἐνοίκια χῶρον ἔχουσιν, «σχετλιασμοῦ δὲ ὄ ἐκεῖνοι οἱ ἄνδρες ἄξιοι, οἵτινες περὶ τὸν ποταμὸν ἐκεῖνον τὴν οἴκησιν αὐτῶν ἔχουσιν» (Παράφρ.) Διον. Π. 668. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />domestique.<br />'''Étymologie:''' [[ἔνοικος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A in the house, keeping at home, ἐ. ὄρνις dunghill cock, A.Eu.866. II as Subst., 1 ἐνοίκιον, τό, house-rent, Lys.Fr. 27, Is.6.21, D.48.45, AP11.251 (Nicarch.), Plu.Sull.1: pl., BCH6.10 (Delos, ii B. C.), Ps.-Luc.Philopatr.20, POxy.104.15 (i A. D.): metaph., τῷ σώματι τελεῖ ἐ. ἡ ψυχή Thphr. ap. Plu.2.135e; rent in general, ἀποθήκης, θησαυροῦ, BGU32.3, PTeb.520. b allowance in lieu of quarters, IG11(2).144.27 (Delos, iv B. C.). 2 ἐνοίκιον, τό, dwelling, D.P.668.
German (Pape)
[Seite 849] im Hause; ὄρνις, Hausvogel, Aesch. Eum. 828; – τὸ ἐνοίκιον, – a) Wohnung, D. Per. 668. – b) Miethzins, Miethe; Dem. 48, 45; Is. 6, 21; Luc. D. Meretr. 7, 2; Nicarch. 33 (XI, 251).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνοίκιος: -ον, (οἶκος) ὁ ἐν τῷ οἴκῳ ὤν, οἴκοι διαμένων, κατοικίδιος, ἐνοίκιος ὄρνις, ἀλέκτωρ, ἐνοικίου δ’ ὄρνιθος οὐ λέγω μάχην Αἰσχύλ. Εὐμ. 866· πρβλ. ἐνδομάχας. ΙΙ. ὡς οὐσ., 1) ἐνοίκιον, τό, ὡς παρ’ ἡμῖν, Λυσ. Ἀποσπ. 15, Ἰσαῖος 58. 23, Δημ. 1179. 23, Ἀνθ. Π. 11. 251· τῷ σώματι τελεῖ ἐνοίκιον ἡ ψυχὴ Θεόφρ. παρὰ Πλουτ. 2. 139Ε. 2) ἐνοίκιον, τό, οἴκησις, σχέτλιοι, οἳ περὶ κεῖνον ἐνοίκια χῶρον ἔχουσιν, «σχετλιασμοῦ δὲ ὄ ἐκεῖνοι οἱ ἄνδρες ἄξιοι, οἵτινες περὶ τὸν ποταμὸν ἐκεῖνον τὴν οἴκησιν αὐτῶν ἔχουσιν» (Παράφρ.) Διον. Π. 668.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
domestique.
Étymologie: ἔνοικος.