ἐπωτίδες: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(6_4)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπωτίδες''': -αἱ, (οὖς) δοκοὶ ἐξέχουσαι ὡς ὦτα [[ἑκατέρωθεν]] τοῦ προσθίου μέρους τοῦ πλοίου, [[ὁπόθεν]] ἐρρίπτοντο αἱ ἄγκυραι, Εὐρ. Ι. Τ. 1350· [[ἐνίοτε]] ἰσχυροποιούμεναι [[ὅπως]] ἀνθίστανται εἰς τὴν προσβολὴν ἐχθρικοῦ πλοίου, Θουκ. 7. 34, 36, [[ἔνθα]] ἴδε Arnold., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 3, Φιλόστρ. τ. 2, σ. 322, 17 ἔκδ. Kayser, πρβλ. Στράβ. 138, Διόδ. 17. 115: - ἑνικ. ἐν Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 107. 2) λαβὶς ποτηρίου, Σχόλ. εἰς Κλήμ. 788C.
|lstext='''ἐπωτίδες''': -αἱ, (οὖς) δοκοὶ ἐξέχουσαι ὡς ὦτα [[ἑκατέρωθεν]] τοῦ προσθίου μέρους τοῦ πλοίου, [[ὁπόθεν]] ἐρρίπτοντο αἱ ἄγκυραι, Εὐρ. Ι. Τ. 1350· [[ἐνίοτε]] ἰσχυροποιούμεναι [[ὅπως]] ἀνθίστανται εἰς τὴν προσβολὴν ἐχθρικοῦ πλοίου, Θουκ. 7. 34, 36, [[ἔνθα]] ἴδε Arnold., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 3, Φιλόστρ. τ. 2, σ. 322, 17 ἔκδ. Kayser, πρβλ. Στράβ. 138, Διόδ. 17. 115: - ἑνικ. ἐν Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 107. 2) λαβὶς ποτηρίου, Σχόλ. εἰς Κλήμ. 788C.
}}
{{bailly
|btext=ίδων ([[αἱ]]) :<br />oreillettes de la proue.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[οὖς]].
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπωτίδες Medium diacritics: ἐπωτίδες Low diacritics: επωτίδες Capitals: ΕΠΩΤΙΔΕΣ
Transliteration A: epōtídes Transliteration B: epōtides Transliteration C: epotides Beta Code: e)pwti/des

English (LSJ)

αἱ, (οὖς)

   A beams projecting like ears on each side of a ship's bows, whence the anchors were let down, cat-heads, used also as an armament, E.IT1350, Th.7.34,36, Str.3.1.4, D.S.17.115 : later in sg., App.BC5.107.

German (Pape)

[Seite 1016] αἱ, Hölzer, die zu beiden Seiten des Vordertheils der Kriegsschiffe wie Ohren (ὦτα) abstanden u. beim Angriff sowohl den Stoß der feindlichen Schiffe hinderten, als den der eigenen verstärkten, τὰς ἐπωτίδας ἐπέθεσαν ταῖς πρώραις παχείας Thuc. 7, 36, vgl. 34; sie dienten auch zur Befestigung der Anker, οἱ δ' ἐπωτίδων ἀγκύραν ἐξανῆπτον Eur. I. T 1350; vgl. noch Strab. III, 138; D. Sic. 17, 115; D. Cass. 49, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπωτίδες: -αἱ, (οὖς) δοκοὶ ἐξέχουσαι ὡς ὦτα ἑκατέρωθεν τοῦ προσθίου μέρους τοῦ πλοίου, ὁπόθεν ἐρρίπτοντο αἱ ἄγκυραι, Εὐρ. Ι. Τ. 1350· ἐνίοτε ἰσχυροποιούμεναι ὅπως ἀνθίστανται εἰς τὴν προσβολὴν ἐχθρικοῦ πλοίου, Θουκ. 7. 34, 36, ἔνθα ἴδε Arnold., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 3, Φιλόστρ. τ. 2, σ. 322, 17 ἔκδ. Kayser, πρβλ. Στράβ. 138, Διόδ. 17. 115: - ἑνικ. ἐν Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 107. 2) λαβὶς ποτηρίου, Σχόλ. εἰς Κλήμ. 788C.

French (Bailly abrégé)

ίδων (αἱ) :
oreillettes de la proue.
Étymologie: ἐπί, οὖς.