κλαγγή: Difference between revisions

From LSJ

Ἒστιν ὃ μὲν χείρων, ὃ δ' ἀμείνων ἔργον ἕκαστον· οὐδεὶς δ' ἀνθρώπων αὐτὸς ἅπαντα σοφός. (Theognis 901f.) → One is worse, the other better at each deed, but no man is wise in all things.

Source
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλαγγή''': ἡ, δοτ. κατὰ μεταπλασμ. κλαγγὶ (ὡς τὸ [[ἀλκί]]), Ἴβυκ. 49· ([[κλάζω]])· ― πᾶς ὀξὺς [[ἦχος]]· παρ’ Ὁμ. ἐπὶ τοῦ ἤχου τοῦ τόξου [[ὁπόταν]] ἐκρίπτηται τὸ [[βέλος]], Ἰλ. Α. 49· ἐπὶ τῆς κραυγῆς πτηνῶν, ἰδίως τῶν γεράνων (πρβλ. [[κλαγγάζω]], [[κλαγερός]]), παραβαλλομένης πρὸς τὴν συγκεχυμένην βοὴν πλήθους, Ἰλ. Γ. 3, Ὀδ. Λ. 605, πρβλ. Ἰλ. Β. 100., Κ. 523· ἐπὶ τοῦ γρυλλισμοῦ τῶν χοίρων, Ὀδ. Ξ. 412· βραδύτερον ἐπὶ τῶν ὠρυγμῶν τῶν λύκων, Ὁμ. Ὕμν. 13. 4, πρβλ. 27. 8· ὁ συριγμὸς τῶν ὄφεων, Αἰσχύλ. Θήβ. 381· ἡ ὑλακὴ τῶν κυνῶν, Ξεν. Κυν. 4, 5, κτλ.· ὁ [[ἦχος]] μουσικῶν ὀργάνων, Τελέστ. παρ’ Ἀθην. 637Α· ἐπὶ ᾄσματος, Σοφ. Τρ. 208· κλ. [[δύσφατος]], ἐπὶ τῶν προφητειῶν τῆς Κασσάνδρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1152. ― πρβλ. [[κλάζω]] ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους, [[ὡσαύτως]] καὶ τὰ [[κλαγγαίνω]], -έω, -ώδης.
|lstext='''κλαγγή''': ἡ, δοτ. κατὰ μεταπλασμ. κλαγγὶ (ὡς τὸ [[ἀλκί]]), Ἴβυκ. 49· ([[κλάζω]])· ― πᾶς ὀξὺς [[ἦχος]]· παρ’ Ὁμ. ἐπὶ τοῦ ἤχου τοῦ τόξου [[ὁπόταν]] ἐκρίπτηται τὸ [[βέλος]], Ἰλ. Α. 49· ἐπὶ τῆς κραυγῆς πτηνῶν, ἰδίως τῶν γεράνων (πρβλ. [[κλαγγάζω]], [[κλαγερός]]), παραβαλλομένης πρὸς τὴν συγκεχυμένην βοὴν πλήθους, Ἰλ. Γ. 3, Ὀδ. Λ. 605, πρβλ. Ἰλ. Β. 100., Κ. 523· ἐπὶ τοῦ γρυλλισμοῦ τῶν χοίρων, Ὀδ. Ξ. 412· βραδύτερον ἐπὶ τῶν ὠρυγμῶν τῶν λύκων, Ὁμ. Ὕμν. 13. 4, πρβλ. 27. 8· ὁ συριγμὸς τῶν ὄφεων, Αἰσχύλ. Θήβ. 381· ἡ ὑλακὴ τῶν κυνῶν, Ξεν. Κυν. 4, 5, κτλ.· ὁ [[ἦχος]] μουσικῶν ὀργάνων, Τελέστ. παρ’ Ἀθην. 637Α· ἐπὶ ᾄσματος, Σοφ. Τρ. 208· κλ. [[δύσφατος]], ἐπὶ τῶν προφητειῶν τῆς Κασσάνδρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1152. ― πρβλ. [[κλάζω]] ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους, [[ὡσαύτως]] καὶ τὰ [[κλαγγαίνω]], -έω, -ώδης.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> cri aigu et inarticulé :<br /><b>1</b> cris confus d’une multitude;<br /><b>2</b> cri d’animal (grognement du porc, aboiement du chien, sifflement du serpent, <i>etc.</i>);<br /><b>3</b> <i>en parl. de choses</i> bruit d’un arc (lorsqu’on lance la flèche);<br /><b>II.</b> bruit aigu et articulé <i>en parl. du chant du chœur, d’une prédiction de Cassandre</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Κλαγ, crier ; cf. <i>lat.</i> clangor.
}}
}}

Revision as of 19:36, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλαγγή Medium diacritics: κλαγγή Low diacritics: κλαγγή Capitals: ΚΛΑΓΓΗ
Transliteration A: klangḗ Transliteration B: klangē Transliteration C: klaggi Beta Code: klaggh/

English (LSJ)

ἡ, metapl. dat.

   A κλαγγί Ibyc.56: (κλάζω):—any sharp sound, e.g. twang of the bow, Il.1.49; scream of birds, esp. cranes, to which are compared confused cries of a throng, 3.3, Od.11.605, cf. Il.2.100, 10.523; grunting of swine, Od. 14.412; later, howling of wolves and lions, h.Hom.14.4, cf. 27.8; hissing of serpents, Pi.Dith.2.18 (pl.), A.Th.381 (pl.); baying of dogs, X.Cyn.4.5, etc.; also, of musical instruments, Telest.4, Mnesim.4.57 (anap.); of song, S.Tr.208 (lyr.); κ. ἀηδόνειος (leg. -όνιος) Nicom. Trag.1; κ. δύσφατος, of Cassandra's prophecies, A.Ag.1152 (lyr.); of the scream of the Harpies, A.R.2.269.

German (Pape)

[Seite 1444] ἡ (κλάζω), Klang, Ton; bei Hom. meist das verworrene Durcheinanderschreien vieler Menschen, Lärm, Getöse, Il. 2, 99, Τρῶες μὲν κλαγγῇ τ' ἐνοπῇ τ' ἴσαν, ὄρνιθες ὥς 3, 2, vgl. Od. 11, 604, wobei bes. an Kraniche zu denken; von Schweinen, 14, 412; auch von dem Erklingen der Sehne des Bogens, wenn der Pfeil abgeschossen ist, Il. 1, 48; μεσημβριναῖς κλαγγαῖσιν ὡς δράκων βοᾷ Aesch. Spt. 363; vgl. δύσφατος κλ. Ag. 1123, wo es von dem Unglück weissagenden Rufe der Kassandra steht; vom Gesange des Chors, Soph. Trach. 207; μάτηρ δ' ὥς τις πτανοῖς κλαγγὰν ὄρνισιν, ὅπως ἐξάρξω 'γώ Eur. Troad. 147; οἱ βάρβαροι μεγίστῃ κλαγγῇ βοήσαντες Hdn. 4, 15, 2; von Blasinstrumenten, Telest. Ath. XIV, 637 a; von Hunden, ὑλαγμὸν ποιήσει τῶν κυνῶν καὶ κλαγγήν Xen. Cyn. 6, 17, wie 4, 5; D. Sic. 17, 92; nach Poll. 5, 89 von Adlern u. Kranichen. Von den Harpyien, Ap. Rh. 2, 268; von Gänsen, Plut. de fort. Rom. 12; ἀηδόνειος Nicomach. B. A. 349. – Aus Ibyc. wird Cram. Anecd. 1 p. 65 der dat. κλαγγί angeführt, dem homerischen ἀλκί zu ἀλκή entsprechend.

Greek (Liddell-Scott)

κλαγγή: ἡ, δοτ. κατὰ μεταπλασμ. κλαγγὶ (ὡς τὸ ἀλκί), Ἴβυκ. 49· (κλάζω)· ― πᾶς ὀξὺς ἦχος· παρ’ Ὁμ. ἐπὶ τοῦ ἤχου τοῦ τόξου ὁπόταν ἐκρίπτηται τὸ βέλος, Ἰλ. Α. 49· ἐπὶ τῆς κραυγῆς πτηνῶν, ἰδίως τῶν γεράνων (πρβλ. κλαγγάζω, κλαγερός), παραβαλλομένης πρὸς τὴν συγκεχυμένην βοὴν πλήθους, Ἰλ. Γ. 3, Ὀδ. Λ. 605, πρβλ. Ἰλ. Β. 100., Κ. 523· ἐπὶ τοῦ γρυλλισμοῦ τῶν χοίρων, Ὀδ. Ξ. 412· βραδύτερον ἐπὶ τῶν ὠρυγμῶν τῶν λύκων, Ὁμ. Ὕμν. 13. 4, πρβλ. 27. 8· ὁ συριγμὸς τῶν ὄφεων, Αἰσχύλ. Θήβ. 381· ἡ ὑλακὴ τῶν κυνῶν, Ξεν. Κυν. 4, 5, κτλ.· ὁ ἦχος μουσικῶν ὀργάνων, Τελέστ. παρ’ Ἀθην. 637Α· ἐπὶ ᾄσματος, Σοφ. Τρ. 208· κλ. δύσφατος, ἐπὶ τῶν προφητειῶν τῆς Κασσάνδρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1152. ― πρβλ. κλάζω ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους, ὡσαύτως καὶ τὰ κλαγγαίνω, -έω, -ώδης.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. cri aigu et inarticulé :
1 cris confus d’une multitude;
2 cri d’animal (grognement du porc, aboiement du chien, sifflement du serpent, etc.);
3 en parl. de choses bruit d’un arc (lorsqu’on lance la flèche);
II. bruit aigu et articulé en parl. du chant du chœur, d’une prédiction de Cassandre.
Étymologie: R. Κλαγ, crier ; cf. lat. clangor.