δύσφατος
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
δύσφατον,
A hard to speak, unutterable, A.Ag.1152 (lyr.).
II hard to explain, Lyc.10.
Spanish (DGE)
(δύσφᾰτος) -ον
1 indecible, infausto A.A.1152.
2 difícil de explicar αἰνιγμάτων οἶμαι Lyc.10.
German (Pape)
[Seite 689] übel auszusprechen, heillos; κλαγγή Aesch. Ag. 1123; – unverständlich, Lycophr. 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
indicible, abominable.
Étymologie: δυσ-, φημί.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δύσφατος -ον [δυσ-, φημί] onheilspellend.
Russian (Dvoretsky)
δύσφᾰτος: невыразимо-страшный, ужасный (κλαγγά Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
δύσφᾰτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ εἴπῃ τις, ἄρρητος, Λατ. nefandus, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1152. ΙΙ. δυσερμήνευτος, δυσεξήγητος, Λυκόφρ. 10.
Greek Monolingual
δύσφατος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα λέγεται, απαίσιος
2. δυσερμήνευτος, δυσεξήγητος.
Greek Monotonic
δύσφᾰτος: -ον, ο δύσκολος να ειπωθεί, ανείπωτος, άρρητος, άφατος, ανέκφραστος, απερίγραπτος, Λατ. nefandus, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
δύσ-φᾰτος, ον
hard to speak, unutterable, Lat. nefandus, Aesch.