δημοτικός: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δημοτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] διὰ τὸν λαόν, ἐν [[κοινῇ]] χρήσει, [[κοινός]], δ. γράμματα, ἐν Αἰγύπτῳ, ἀντίθ. τῷ ἱρά, Ἡρόδ. 2. 36 (ἴδε ἐν λ. [[ἱερογλυφικός]])· ἐπὶ γνωμῶν ἢ ἰδεῶν κττ., [[κοινός]], [[γνωστός]], Ἀριστ. Μεταφ. 1. 8. 6. 2) [[κοινός]], = [[δημόσιος]], Διον. Ἁλ. 7. 63· ― τὰ δημοτικά, δημόσια πράγματα, δημόσιαι ὑποθέσεις, Ἀλκίφρων 1. 4. ΙΙ. ὁ εἰς τὸν λαὸν ἀνήκων, εἷς ἐκ τῶν πολλῶν, Λατ. plebeius, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 6, Δημ. 581. 24 2) ὁ φρονῶν τὰ τοῦ λαοῦ ἢ τοῦ δήμου, [[δημοκρατικός]], Λατ. popularis, Ἀριστοφ. Νεφ. 205, Ὄρν. 1584· τὴν οὐ δ. παρανομίαν Θουκ. 6. 28· λέγεις ἃ δεῖ προσεῖναι τῷ δημοτικῷ Δημ. 286, 9· οὐδὲν δ. πράττειν, οὐδὲν [[πράττω]] διὰ τὸν λαόν, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 39· [[καθόλου]], ἀγαπητὸς εἰς τὸν λαόν, ἢ ἀγαπῶν τὸν λαόν, εὔνους αὐτῷ, δ. καὶ [[φιλάνθρωπος]] ὁ αὐτ. Ἀπομν. 1. 2, 60· τῶν μετρίων τινὰ καὶ δ. Δημ. 573 ἐν τέλ.· τῶν πολλῶν καὶ δ. ὁ αὐτ. 581. 24· δημοτικὸν τοῦτο δρᾷ Ἀντιφ. Πλουσ. 1. 19· ― [[συχνάκις]] ἐν τῷ ἐπίρρ. -κῶς, [[πράως]], μετ’ ἀγαθότητος, [[καλῶς]] καὶ δ. Δημ. 719. 8. 3) ἐπὶ πολιτευμάτων ἢ κυβερνήσεων, [[λαϊκός]], [[δημοκρατικός]], Ἰσοκρ. 185Ε, Ἀριστ. Πολ. 4. 3, 8 καὶ 5, 3.― Ἐπίρρ., χρῆσθαι ἀλλήλοις δ., ὡς [[μέλη]] ἐλευθέρας πολιτείας, [[αὐτόθι]] 5. 8, 5, πρβλ. 5. 9, 2. ΙΙΙ. ὁ ἔκ τινος δήμου ἢ εἴς τινα δῆμον ἀνήκων, ἀντίθ. τῷ [[δημόσιος]], παρὰ Δημ. 1074. 20.
|lstext='''δημοτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] διὰ τὸν λαόν, ἐν [[κοινῇ]] χρήσει, [[κοινός]], δ. γράμματα, ἐν Αἰγύπτῳ, ἀντίθ. τῷ ἱρά, Ἡρόδ. 2. 36 (ἴδε ἐν λ. [[ἱερογλυφικός]])· ἐπὶ γνωμῶν ἢ ἰδεῶν κττ., [[κοινός]], [[γνωστός]], Ἀριστ. Μεταφ. 1. 8. 6. 2) [[κοινός]], = [[δημόσιος]], Διον. Ἁλ. 7. 63· ― τὰ δημοτικά, δημόσια πράγματα, δημόσιαι ὑποθέσεις, Ἀλκίφρων 1. 4. ΙΙ. ὁ εἰς τὸν λαὸν ἀνήκων, εἷς ἐκ τῶν πολλῶν, Λατ. plebeius, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 6, Δημ. 581. 24 2) ὁ φρονῶν τὰ τοῦ λαοῦ ἢ τοῦ δήμου, [[δημοκρατικός]], Λατ. popularis, Ἀριστοφ. Νεφ. 205, Ὄρν. 1584· τὴν οὐ δ. παρανομίαν Θουκ. 6. 28· λέγεις ἃ δεῖ προσεῖναι τῷ δημοτικῷ Δημ. 286, 9· οὐδὲν δ. πράττειν, οὐδὲν [[πράττω]] διὰ τὸν λαόν, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 39· [[καθόλου]], ἀγαπητὸς εἰς τὸν λαόν, ἢ ἀγαπῶν τὸν λαόν, εὔνους αὐτῷ, δ. καὶ [[φιλάνθρωπος]] ὁ αὐτ. Ἀπομν. 1. 2, 60· τῶν μετρίων τινὰ καὶ δ. Δημ. 573 ἐν τέλ.· τῶν πολλῶν καὶ δ. ὁ αὐτ. 581. 24· δημοτικὸν τοῦτο δρᾷ Ἀντιφ. Πλουσ. 1. 19· ― [[συχνάκις]] ἐν τῷ ἐπίρρ. -κῶς, [[πράως]], μετ’ ἀγαθότητος, [[καλῶς]] καὶ δ. Δημ. 719. 8. 3) ἐπὶ πολιτευμάτων ἢ κυβερνήσεων, [[λαϊκός]], [[δημοκρατικός]], Ἰσοκρ. 185Ε, Ἀριστ. Πολ. 4. 3, 8 καὶ 5, 3.― Ἐπίρρ., χρῆσθαι ἀλλήλοις δ., ὡς [[μέλη]] ἐλευθέρας πολιτείας, [[αὐτόθι]] 5. 8, 5, πρβλ. 5. 9, 2. ΙΙΙ. ὁ ἔκ τινος δήμου ἢ εἴς τινα δῆμον ἀνήκων, ἀντίθ. τῷ [[δημόσιος]], παρὰ Δημ. 1074. 20.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>A.</b> ([[δῆμος]], peuple) :<br /><b>I.</b> qui concerne les gens du peuple :<br /><b>1</b> populaire, plébéien : δημοτικὰ γράμματα HDT l’écriture démotique, <i>càd</i> à l’usage des gens du peuple, l’écriture commune, <i>en Égypte</i> démotique <i>(p. opp. à l’écriture sacrée, hiéroglyphes)</i>;<br /><b>2</b> partisan du peuple, qui a un caractère <i>ou</i> des sentiments démocratiques;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> qui a des sentiments d’humanité, philanthrope ; τὸ δημοτικόν, sentiments d’humanité;<br /><b>II.</b> qui concerne l’État, de l’État;<br /><b>B.</b> ([[δῆμος]], dème) qui concerne un dème.<br />'''Étymologie:''' [[δημότης]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημοτικός Medium diacritics: δημοτικός Low diacritics: δημοτικός Capitals: ΔΗΜΟΤΙΚΟΣ
Transliteration A: dēmotikós Transliteration B: dēmotikos Transliteration C: dimotikos Beta Code: dhmotiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for the people, in common use, δ. γράμματα in Egypt, opp. ἱρά, Hdt.2.36; οἶνος Plu.Mar.44; of opinions and the like, ὑπόληψις popular, Arist.Metaph.989a11; common, ordinary, ὀνόματα Luc. Hist.Conscr.22; ὕλη Max.Tyr.10.7; πράγματα μικρὰ καὶ δ. Plu.2.408c.    2 = δημόσιος, τὰ -κά public affairs, Alciphr.1.4; δ. λειτουργία PSI1.86 (iv A. D.).    II of the populace, one of them, D.21.209. Adv. -κῶς, ἐσταλμένος Luc.Scyth.5.    2 on the popular or democratic side, τὸ σόφισμα δ. Ar.Nu.205; ὄρνεα δ. Id.Av.1584; τὴν οὐ δ. παρανομίαν Th.6.28; opp. ὀλιγαρχικός, Isoc.16.37; λέγεις πόσα δεῖ προσεῖναι τῷ δ. D.18.122; οὐδὲν δ. πράττειν to do nothing for the people, X.HG2.3.39; δ. συκοφάνται Isoc.8.133: generally, popular, δ. καὶ φιλάνθρωπος X.Mem.1.2.60; τῶν μετρίων τινὰ καὶ δ. D.21.183; δημοτικὸν τοῦτο δρᾷ Antiph.190.19: hence, generous, kindly, affable, X.Mem.1.2.60; δ. τι καὶ πρᾶον Pl.Euthd.303d; πρᾶός τις καὶ δ. Plb. 10.26.1; δ. καὶ φιλάνθρωπα Plu.Oth.1. Adv. -κῶς affably, kindly, καλῶς καὶ δ. D.24.59; φιλανθρώπως καὶ δ. ib.24: Comp. -ώτερον Plu. Demetr.42.    3 of governments, popular, democratic, πολιτεία Arist.Pol.1292b13: Comp. -ώτερα Id.Ath.22.1.    4 δ. δικαστήριον trying suits between citizens, SIG286.17 (Milet., iv B. C.).    5 Adv. χρῆσθαι ἀλλήλοις δ. in a spirit of equality, Arist.Pol.1308a11; δ. πεπαιδευμένοι ib.1310a17; δ. ἐρίζειν like a free and independent citizen, Luc.Ner.9.    III of or belonging to a deme, opp. δημόσιος, Lexap. D.43.71; ἱερά Hsch. s.v. δημοτελῆ.

German (Pape)

[Seite 565] 1) zum gemeinen Volk gehörig, plebejus, gemein, Xen., der es Ath. 1, 4 mit πονηροὶ καὶ πένητες vrbdt; vgl. Ar. Av. 1584; Arist. pol. 2, 7. 4, 14; νέος καὶ ταπεινὸς καὶ δημοτικῆς ἀγωγῆς τετευχώς Pol. 25, 8, 1; u. Sp. Bei Her. 2, 36 stehen γράμματα δημοτικά den ἱρά entgegen. – 2) dem Volke, der Demokratie ergeben, befreundet, im Ggstz von ὀλιγαρχικός, Plat. Rep. IX, 572 d; Aesch. 3, 207; ὁ δ., der Volksfreund, Dem. bei Din. 1, 44; – σόφισμα δ. καὶ χρήσιμον Ar. Nubb. 205; vgl. Thuc. 6, 28; Arist. Pol. 5, 9; δημοτικόν τι πράττειν Xen. Hell. 2, 3, 39. – Uebh. = menschenfreundlich, καὶ πρᾶος ἐν τοῖς λόγοις Euthyd. 803 d; καὶ φιλάνθρωπος, Xen. Mem. 1, 2, 60; vgl. Pol. 10, 26; Plut. Oth. 1; τὸ δημοτικόν, die poouläre Gesinnung, Rom. 26; Thes. 17. – Sp. τὰ δημοτικά, = δημόσια, Staatsgeschäfte, z. B. Aleiphr. 1, 4; auch χρήματα, D. Hal. 7, 63. – Den compar. hat Lys. 20, 13 u. Sp., wie Pol. 10, 26. – 3) einen att. Demos betreffend, δεὶπνα, Ath. V, 185 c; ἱερόν, wozu die Bürger eines Demos beitragen, dem δημόσιον entgeggstzt, Dem. 43. 71.

Greek (Liddell-Scott)

δημοτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος διὰ τὸν λαόν, ἐν κοινῇ χρήσει, κοινός, δ. γράμματα, ἐν Αἰγύπτῳ, ἀντίθ. τῷ ἱρά, Ἡρόδ. 2. 36 (ἴδε ἐν λ. ἱερογλυφικός)· ἐπὶ γνωμῶν ἢ ἰδεῶν κττ., κοινός, γνωστός, Ἀριστ. Μεταφ. 1. 8. 6. 2) κοινός, = δημόσιος, Διον. Ἁλ. 7. 63· ― τὰ δημοτικά, δημόσια πράγματα, δημόσιαι ὑποθέσεις, Ἀλκίφρων 1. 4. ΙΙ. ὁ εἰς τὸν λαὸν ἀνήκων, εἷς ἐκ τῶν πολλῶν, Λατ. plebeius, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 6, Δημ. 581. 24 2) ὁ φρονῶν τὰ τοῦ λαοῦ ἢ τοῦ δήμου, δημοκρατικός, Λατ. popularis, Ἀριστοφ. Νεφ. 205, Ὄρν. 1584· τὴν οὐ δ. παρανομίαν Θουκ. 6. 28· λέγεις ἃ δεῖ προσεῖναι τῷ δημοτικῷ Δημ. 286, 9· οὐδὲν δ. πράττειν, οὐδὲν πράττω διὰ τὸν λαόν, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 39· καθόλου, ἀγαπητὸς εἰς τὸν λαόν, ἢ ἀγαπῶν τὸν λαόν, εὔνους αὐτῷ, δ. καὶ φιλάνθρωπος ὁ αὐτ. Ἀπομν. 1. 2, 60· τῶν μετρίων τινὰ καὶ δ. Δημ. 573 ἐν τέλ.· τῶν πολλῶν καὶ δ. ὁ αὐτ. 581. 24· δημοτικὸν τοῦτο δρᾷ Ἀντιφ. Πλουσ. 1. 19· ― συχνάκις ἐν τῷ ἐπίρρ. -κῶς, πράως, μετ’ ἀγαθότητος, καλῶς καὶ δ. Δημ. 719. 8. 3) ἐπὶ πολιτευμάτων ἢ κυβερνήσεων, λαϊκός, δημοκρατικός, Ἰσοκρ. 185Ε, Ἀριστ. Πολ. 4. 3, 8 καὶ 5, 3.― Ἐπίρρ., χρῆσθαι ἀλλήλοις δ., ὡς μέλη ἐλευθέρας πολιτείας, αὐτόθι 5. 8, 5, πρβλ. 5. 9, 2. ΙΙΙ. ὁ ἔκ τινος δήμου ἢ εἴς τινα δῆμον ἀνήκων, ἀντίθ. τῷ δημόσιος, παρὰ Δημ. 1074. 20.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
A. (δῆμος, peuple) :
I. qui concerne les gens du peuple :
1 populaire, plébéien : δημοτικὰ γράμματα HDT l’écriture démotique, càd à l’usage des gens du peuple, l’écriture commune, en Égypte démotique (p. opp. à l’écriture sacrée, hiéroglyphes);
2 partisan du peuple, qui a un caractère ou des sentiments démocratiques;
3 p. ext. qui a des sentiments d’humanité, philanthrope ; τὸ δημοτικόν, sentiments d’humanité;
II. qui concerne l’État, de l’État;
B. (δῆμος, dème) qui concerne un dème.
Étymologie: δημότης.