ὑποβιβασμός: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
(6_15)
(43)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποβῐβασμός''': ὁ, ὑπαγωγὴ τῆς κοιλίας, [[κάθαρσις]], Ξενοκρ. Ἐνύδρ. Τροφ. 60, Ὀρειβάσ. 25 Matth. II. [[καταβιβασμός]], ἀφῖκται εἰς ὑποβιβασμὸν καὶ ταπείνωσιν Κύριλλ. Ἀλ. τ. 5, σ. 590C.
|lstext='''ὑποβῐβασμός''': ὁ, ὑπαγωγὴ τῆς κοιλίας, [[κάθαρσις]], Ξενοκρ. Ἐνύδρ. Τροφ. 60, Ὀρειβάσ. 25 Matth. II. [[καταβιβασμός]], ἀφῖκται εἰς ὑποβιβασμὸν καὶ ταπείνωσιν Κύριλλ. Ἀλ. τ. 5, σ. 590C.
}}
{{grml
|mltxt=ο / [[ὑποβιβασμός]], ΝΜΑ [[υποβιβάζω]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />η [[τοποθέτηση]] σε κατώτερη [[μοίρα]] («ἀφῑκται εἰς ὑποβιβασμὸν καὶ ταπείνωσιν», Κύριλλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[υποβάθμιση]] στην [[ιεραρχία]], στο [[αξίωμα]] («το αδίκημά του επισύρει υποβιβασμό ή [[απόλυση]]»)<br /><b>2.</b> (δημ. δίκ.) η [[κατά]] έναν βαθμό [[κάθοδος]] της βαθμολογικής ιεραρχικής κλίμακας ύστερα από [[απόφαση]] του αρμόδιου υπηρεσιακού συμβουλίου<br /><b>3.</b> [[μείωση]] της σημασίας ή της αξίας, [[υποβάθμιση]] («ο [[υποβιβασμός]] της δημόσιας ζωής»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κένωση]], [[κάθαρση]] του πεπτικού συστήματος<br /><b>2.</b> [[πέψη]] τών τροφών.
}}
}}

Revision as of 12:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποβῐβασμός Medium diacritics: ὑποβιβασμός Low diacritics: υποβιβασμός Capitals: ΥΠΟΒΙΒΑΣΜΟΣ
Transliteration A: hypobibasmós Transliteration B: hypobibasmos Transliteration C: ypovivasmos Beta Code: u(pobibasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A a carrying off downwards, purging, κοιλίας Xenocr. ap. Orib.2.58.124: more generally, passing down, τῆς τροφῆς Herod.Med. ap. Aët.9.13.

German (Pape)

[Seite 1211] ὁ, Abführung nach unten, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποβῐβασμός: ὁ, ὑπαγωγὴ τῆς κοιλίας, κάθαρσις, Ξενοκρ. Ἐνύδρ. Τροφ. 60, Ὀρειβάσ. 25 Matth. II. καταβιβασμός, ἀφῖκται εἰς ὑποβιβασμὸν καὶ ταπείνωσιν Κύριλλ. Ἀλ. τ. 5, σ. 590C.

Greek Monolingual

ο / ὑποβιβασμός, ΝΜΑ υποβιβάζω
νεοελλ.-μσν.
η τοποθέτηση σε κατώτερη μοίρα («ἀφῑκται εἰς ὑποβιβασμὸν καὶ ταπείνωσιν», Κύριλλ.)
νεοελλ.
1. (σχετικά με πρόσ.) υποβάθμιση στην ιεραρχία, στο αξίωμα («το αδίκημά του επισύρει υποβιβασμό ή απόλυση»)
2. (δημ. δίκ.) η κατά έναν βαθμό κάθοδος της βαθμολογικής ιεραρχικής κλίμακας ύστερα από απόφαση του αρμόδιου υπηρεσιακού συμβουλίου
3. μείωση της σημασίας ή της αξίας, υποβάθμιση («ο υποβιβασμός της δημόσιας ζωής»)
αρχ.
1. κένωση, κάθαρση του πεπτικού συστήματος
2. πέψη τών τροφών.