Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νήνεμος: Difference between revisions

From LSJ

Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön

Menander, Monostichoi, 254
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νήνεμος''': -ον, (νη-, [[ἄνεμος]]) ὁ [[ἄνευ]] ἀνέμου, [[ἤρεμος]], [[ἥσυχος]], αἰθὴρ Ἰλ. Θ. 556, Ἀριστοφ. Θεσμ. 43· [[γαλάνα]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 740· [[πέλαγος]] Εὐρ. Ἑλ. 1456· [[αἴθρη]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 778. 2) μεταφορ., [[ἥσυχος]], [[ἤρεμος]], ν. ἔστησ’ ὄχλον Εὐρ. Ἑκ. 533· ν. ἔχειν τὴν ψυχὴν Πλούτ. 2. 589D· - ἐν χρήσει [[μετὰ]] τοῦ [[εἶναι]] ἀπροσώπως, διὰ τὸ νηνεμώτερον [[εἶναι]] Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 3, 9.
|lstext='''νήνεμος''': -ον, (νη-, [[ἄνεμος]]) ὁ [[ἄνευ]] ἀνέμου, [[ἤρεμος]], [[ἥσυχος]], αἰθὴρ Ἰλ. Θ. 556, Ἀριστοφ. Θεσμ. 43· [[γαλάνα]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 740· [[πέλαγος]] Εὐρ. Ἑλ. 1456· [[αἴθρη]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 778. 2) μεταφορ., [[ἥσυχος]], [[ἤρεμος]], ν. ἔστησ’ ὄχλον Εὐρ. Ἑκ. 533· ν. ἔχειν τὴν ψυχὴν Πλούτ. 2. 589D· - ἐν χρήσει [[μετὰ]] τοῦ [[εἶναι]] ἀπροσώπως, διὰ τὸ νηνεμώτερον [[εἶναι]] Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 3, 9.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans vents ; calme, tranquille.<br />'''Étymologie:''' νη-, [[ἄνεμος]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νήνεμος Medium diacritics: νήνεμος Low diacritics: νήνεμος Capitals: ΝΗΝΕΜΟΣ
Transliteration A: nḗnemos Transliteration B: nēnemos Transliteration C: ninemos Beta Code: nh/nemos

English (LSJ)

ον, (νη-, ἄνεμος)

   A without wind, calm, αἰθήρ Il.8.556, Ar.Th.43 (anap.); γαλάνα A.Ag.740 (lyr.); πέλαγος E.Hel.1456 (lyr.); αἴθρη Ar.Av.778 (lyr.); νηνέμους ἔσχεν αἰθὴρ δρόμους Limen.8; ἐν νηνέμοις in windless places, Thphr. HP1.8.1: Comp., διὰ τὸ -ώτερον εἶναι Arist.Mete.373a24 (s.v.l.).    2 metaph., ν. ἔστησ' ὄχλον E.Hec.533; ν. ἔχειν τὴν ψυχήν Plu.2.589d.

German (Pape)

[Seite 252] ον (νη – ἄνεμος), ohne Wind, windstill; αἰθήρ, Il. 8, 556; πόντος ἐν μεσημβριναῖς κοίταις ἀκύμων νηνέμοις εὕδοι πεσών, Aesch. Ag. 566; αἴθρη, Ar. Av. 778; Sp.; übh. still, ruhig, φρόνημα μὲν νηνέμου γαλάνας, Aesch. Ag. 720; νήνεμον δ' ἔστησ' ὄχλον, Eur. Hec. 531; übertr., ψυχή, Plut. de genio Socrat. 20.

Greek (Liddell-Scott)

νήνεμος: -ον, (νη-, ἄνεμος) ὁ ἄνευ ἀνέμου, ἤρεμος, ἥσυχος, αἰθὴρ Ἰλ. Θ. 556, Ἀριστοφ. Θεσμ. 43· γαλάνα Αἰσχύλ. Ἀγ. 740· πέλαγος Εὐρ. Ἑλ. 1456· αἴθρη Ἀριστοφ. Ὄρν. 778. 2) μεταφορ., ἥσυχος, ἤρεμος, ν. ἔστησ’ ὄχλον Εὐρ. Ἑκ. 533· ν. ἔχειν τὴν ψυχὴν Πλούτ. 2. 589D· - ἐν χρήσει μετὰ τοῦ εἶναι ἀπροσώπως, διὰ τὸ νηνεμώτερον εἶναι Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 3, 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans vents ; calme, tranquille.
Étymologie: νη-, ἄνεμος.