ἄνομος: Difference between revisions
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄνομος''': -ον, [[ἄνευ]] νόμου, [[παράνομος]], [[ἀσεβής]], τὸν ὁ Μήδων βασιλεὺς Ἀστυάγης ἀνόμῳ τραπέζῃ ἔδαισε, ἀνοσίῳ δείπνῳ, Ἡρόδ. 1. 162˙ [[συχνάκις]] παρὰ Τραγ. ἐπί τε προσώπων καὶ πραγμάτων, π.χ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 151, Σοφ. Ο. Κ. 142, Τρ. 1096, Εὐρ. Βάκχ. 995, Ὀρ. 1455˙ [[ἄνομος]] [[μοναρχία]], ἡ [[ἄνευ]] νόμων, Πλάτ. Πολιτ. 302F˙ τὰ ἄνομα, παράνομοι πράξεις, Ἡρόδ. 1. 8: - Ἐπίρρ. -μως Εὐρ. Μήδ. 1000, Ἀντιφῶν 125. 25, Θουκ. 4. 92. - Συγκρ. -ώτερον Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 285Α. 2) ἐν τῇ πρὸς Ρωμ. ἐπιστολῇ β΄, 12, ἀνόμως = χωρὶς νόμου. ΙΙ. ([[νόμος]] ΙΙ.) ὁ μὴ κατὰ μουσικὸν νόμον γινόμενος, ὁ μὴ μελωδικός, ἀμφὶ δ’ αὐτᾶς θροεῖς νόμον ἄνομον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1142. | |lstext='''ἄνομος''': -ον, [[ἄνευ]] νόμου, [[παράνομος]], [[ἀσεβής]], τὸν ὁ Μήδων βασιλεὺς Ἀστυάγης ἀνόμῳ τραπέζῃ ἔδαισε, ἀνοσίῳ δείπνῳ, Ἡρόδ. 1. 162˙ [[συχνάκις]] παρὰ Τραγ. ἐπί τε προσώπων καὶ πραγμάτων, π.χ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 151, Σοφ. Ο. Κ. 142, Τρ. 1096, Εὐρ. Βάκχ. 995, Ὀρ. 1455˙ [[ἄνομος]] [[μοναρχία]], ἡ [[ἄνευ]] νόμων, Πλάτ. Πολιτ. 302F˙ τὰ ἄνομα, παράνομοι πράξεις, Ἡρόδ. 1. 8: - Ἐπίρρ. -μως Εὐρ. Μήδ. 1000, Ἀντιφῶν 125. 25, Θουκ. 4. 92. - Συγκρ. -ώτερον Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 285Α. 2) ἐν τῇ πρὸς Ρωμ. ἐπιστολῇ β΄, 12, ἀνόμως = χωρὶς νόμου. ΙΙ. ([[νόμος]] ΙΙ.) ὁ μὴ κατὰ μουσικὸν νόμον γινόμενος, ὁ μὴ μελωδικός, ἀμφὶ δ’ αὐτᾶς θροεῖς νόμον ἄνομον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1142. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>ος, ον, sans lois, illégitime, impie, criminel ; ἄνομα THC actes illégaux <i>ou</i> arbitraires, illégalités.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[νόμος]].<br /><span class="bld">2</span>ος, ον, sans rythme : [[ἄνομος]] [[νόμος]] ESCHL air qui n’en est pas un, <i>càd</i> chant de malheur.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[νόμος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A lawless, impious, τράπεζα Hdt.1.162; of persons, S. OC142, al.; στρατός Tr.1096; Ἐχίονος γόνος E.Ba.995; of things, θυσία A.Ag.151; πάθη E Or.1455; μοναρχία Pl.Plt.302e: τὰ ἄνομα lawless acts, Hdt.1.8: Comp. -ώτερος Pl.Hp.Ma.285a. Adv. -μως E.Med.1000, Antipho4.1.2, Th.4.92. 2 c. gen., ἀ. θεοῦ, i.e. without (the Mosaic) Law and therefore without God, 1 Ep.Cor.9.21. Adv. ἀνόμως, = χωρὶς νόμου, Ep.Rom.2.12. 3 illegal, κατοχή POxy. 237 vii 11 (ii A.D.). II (νόμος 11) unmusical, νόμος ἄ. A.Ag.1142 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 241] gesetzlos, gesetzwidrig, Soph. O. C. 140; Her. 1, 8; τράπεζα, ruchloses Mahl, 1, 162; ὕβρις Anyt. 17 (VII, 492); öfter bei Att., s. bes. Xen. Mem. 4, 4, 13; μοναρχία, ohne Gesetze, Plat. Polit. 302 e. – Adv., ἀνόμως ζῆν Isocr. 4, 39. ohne Melodie, νόμος Aesch. Ag. 1113; θυσία 147.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνομος: -ον, ἄνευ νόμου, παράνομος, ἀσεβής, τὸν ὁ Μήδων βασιλεὺς Ἀστυάγης ἀνόμῳ τραπέζῃ ἔδαισε, ἀνοσίῳ δείπνῳ, Ἡρόδ. 1. 162˙ συχνάκις παρὰ Τραγ. ἐπί τε προσώπων καὶ πραγμάτων, π.χ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 151, Σοφ. Ο. Κ. 142, Τρ. 1096, Εὐρ. Βάκχ. 995, Ὀρ. 1455˙ ἄνομος μοναρχία, ἡ ἄνευ νόμων, Πλάτ. Πολιτ. 302F˙ τὰ ἄνομα, παράνομοι πράξεις, Ἡρόδ. 1. 8: - Ἐπίρρ. -μως Εὐρ. Μήδ. 1000, Ἀντιφῶν 125. 25, Θουκ. 4. 92. - Συγκρ. -ώτερον Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 285Α. 2) ἐν τῇ πρὸς Ρωμ. ἐπιστολῇ β΄, 12, ἀνόμως = χωρὶς νόμου. ΙΙ. (νόμος ΙΙ.) ὁ μὴ κατὰ μουσικὸν νόμον γινόμενος, ὁ μὴ μελωδικός, ἀμφὶ δ’ αὐτᾶς θροεῖς νόμον ἄνομον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1142.
French (Bailly abrégé)
1ος, ον, sans lois, illégitime, impie, criminel ; ἄνομα THC actes illégaux ou arbitraires, illégalités.
Étymologie: ἀ, νόμος.
2ος, ον, sans rythme : ἄνομος νόμος ESCHL air qui n’en est pas un, càd chant de malheur.
Étymologie: ἀ, νόμος.