ἀγρότης: Difference between revisions

From LSJ
Pindar, Pythian, 3.61f.
(Bailly1_1)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />campagnard.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγρός]].
|btext=ου (ὁ) :<br />campagnard.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγρός]].
}}
{{Autenrieth
|auten=[[rustic]], Od. 16.218.
}}
}}

Revision as of 15:20, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγρότης Medium diacritics: ἀγρότης Low diacritics: αγρότης Capitals: ΑΓΡΟΤΗΣ
Transliteration A: agrótēs Transliteration B: agrotēs Transliteration C: agrotis Beta Code: a)gro/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (ἀγρός) poet. word,

   A countryman, rustic, ἀ. ἀνήρ E.Or.1270, cf. App.Anth.4.20; πάροινος ἀ. ib.5.57.    II (ἄγρα) hunter, οἰωνοί . . οἷσί τε τέκνα ἀγρόται ἐξείλοντο Od.16.218, cf. Alcm.23.8; ἀγρότα Πάν, to whom δίκτυα ἀπ' ἀγρεσίης are offered, AP6.13 (Leon.):—fem. ἀγρότις, νύμφη A.R.2.509; ἀ. κούρα, i.e. Artemis, AP6.111 (Antip.); ἀ. αἰγανέη ib.57 (Paul. Sil.).    III for A.Pers.1002 v. ἀγρέτης.

German (Pape)

[Seite 24] ὁ, Landmann, Hom. nur Odyss. 16, 218, im plur.; – adj. ἀγρ. ἀνήρ Eur. Or. 1256; ὄχλος Babr. 34; Πᾶν Anyt. 8 (Plan. 231). – Aesch. Pers. 963, l. d., Anfühler, Bloms. conj. ἀρχέται, Well. ἀγρέται.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγρότης: -ου, ὁ, (ἀγρός) λέξις ποιητική, χωρικός, τῶν ἀγρῶν ἄνθρωπος· ὡς ἐπίθ. ἀγρ. ἀνήρ, Εὐρ. Ὀρ. 1270· πάροινος ἀγρ. ἐπὶ πράγματος ἀτόπου, Ἀνθ. Π. παράρτ. 311· ΙΙ. (ἄγρα) = ἀγρευτής, κυνηγός˙ οἰωνοί ... οἷσί τε τέκνα ἀγρόται ἐξείλοντο, Ὀδ. Π.218· ἀγρότα Πάν, εἰς ὃν δίκτυα απ’ ἀγρεσίης προσφέρονται, Ἀνθ. Π. 6. 13: - θηλ. τύπ., νύμφη ἀγρότις, τὸ αὐτὸ καὶ ἀγρομένα, παρὰ Πινδ., Ἀπολλ. Ρόδ. 2. 509· ἀγρ. κούρα, ἐνν. Ἄρτεμις, Ἀνθ. Π. 6. 111· ἀγρ. αἰγανέη, αὐτ. 57: - Ἐν Ὀδ. (ἔνθ’ ἀνωτ.), κτλ., τινές διατηροῦσι τὴν σημασίαν, χωρικός· ἀλλ’ ὁ Ἀπολλ. ἐν τῷ Λεξ. καὶ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύουσι θηρευταί, καὶ αὕτη ἡ χρῆσις παρὰ τοῖς μεταγ. τῶν μνημονευθέντων ποιητῶν φαίνεται ἀναντίρρητος. ΙΙΙ. περὶ τοῦ χωρίου Αἰσχύλ. Πέρσ. 1002· ἴδε ἀγρέτης.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
campagnard.
Étymologie: ἀγρός.

English (Autenrieth)

rustic, Od. 16.218.