ἐχέτης: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui possède.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />qui possède.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐχέτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που έχει, [[άνθρωπος]] με [[πολλά]] [[αγαθά]], [[πλούσιος]] [[κτηματίας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>εχ</i>-του <i>έχω</i> (I) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[έτης]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ευν</i>-[[έτης]], <i>οφειλ</i>-[[έτης]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:15, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A = ὁ ἔχων, man of substance, Pi.Fr.304.
German (Pape)
[Seite 1124] ὁ, der Habende, Besitzende, Reiche, Pind. frg. 273.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχέτης: -ου, ὁ, = ὁ ἔχων, ἔχων περιουσίαν, πλούσιος, Πινδ. Ἀποσπ. 273.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui possède.
Étymologie: ἔχω.
Greek Monolingual
ἐχέτης, ὁ (Α)
αυτός που έχει, άνθρωπος με πολλά αγαθά, πλούσιος κτηματίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. εχ-του έχω (I) + κατάλ. -έτης (πρβλ. ευν-έτης, οφειλ-έτης)].