μικροψυχία: Difference between revisions
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
(Bailly1_3) |
(25) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />petitesse d’âme <i>ou</i> de caractère, bassesse de sentiments.<br />'''Étymologie:''' [[μικρόψυχος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />petitesse d’âme <i>ou</i> de caractère, bassesse de sentiments.<br />'''Étymologie:''' [[μικρόψυχος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και μικροψυχιά, η (ΑΜ [[μικροψυχία]]) [[μικρόψυχος]]<br />[[μικρότητα]] ψυχής, [[ποταπότητα]] φρονήματος, [[μηδαμινότητα]], [[ευτέλεια]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[έλλειψη]] ψυχικής δύναμης ή γενναιότητας, [[ολιγοψυχία]], [[λιποψυχία]], [[δειλία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[απογοήτευση]], [[αποκαρδίωση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φιλονικία]] για ταπεινά και ασήμαντα πράγματα. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:39, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A littleness of soul, meanness of spirit, Isoc.5.79, D.18.279,19.193, Arist.EN1125a33, Men. Georg.Fr.3, Cic.Att.9.11.4, Longin.4.7.
German (Pape)
[Seite 185] ἡ, kleine Seele, niedrige Gesinnung, Kleinmuth; Isocr. 5, 79; καὶ ταπεινότης, Arist. rhet. 2, 6; Men. bei Stob. fl. 20, 22; Luc. Prom. 9; Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μῑκροψῡχία: ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις μικρόψυχος, τὸ νὰ ἔχῃ ταπεινὸν φρόνημα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μεγαλοψυχία, Ἰσοκρ. 98Α, Δημ. 319. 5., 401. 18, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 37. 2) τὸ περὶ τὰ μικρὰ φιλόνεικον, φιλονεικία, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
petitesse d’âme ou de caractère, bassesse de sentiments.
Étymologie: μικρόψυχος.
Greek Monolingual
και μικροψυχιά, η (ΑΜ μικροψυχία) μικρόψυχος
μικρότητα ψυχής, ποταπότητα φρονήματος, μηδαμινότητα, ευτέλεια
νεοελλ.-μσν.
έλλειψη ψυχικής δύναμης ή γενναιότητας, ολιγοψυχία, λιποψυχία, δειλία
μσν.
απογοήτευση, αποκαρδίωση
αρχ.
φιλονικία για ταπεινά και ασήμαντα πράγματα.