εὐάν: Difference between revisions

From LSJ

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source
(Bailly1_2)
(14)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>interj.</i><br />évan (évoé), <i>cri des Bacchantes</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. [[εὐαί]].
|btext=<i>interj.</i><br />évan (évoé), <i>cri des Bacchantes</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. [[εὐαί]].
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐάν]] (Α)<br />ενθουσιαστικό [[επιφώνημα]] τών ακολούθων του Βάκχου, όπως τα [[εὐαί]], <i>εὐοί</i>, με τα οποία [[συνήθως]] συνεκφέρεται («πάλλε πόδ' αἰθέριον, ἄνεχε χορόν, εὐὰν εὐοῑ», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[ευοί]]].
}}
}}

Revision as of 07:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐάν Medium diacritics: εὐάν Low diacritics: ευάν Capitals: ΕΥΑΝ
Transliteration A: euán Transliteration B: euan Transliteration C: evan Beta Code: eu)a/n

English (LSJ)

[

   A ᾱ] εὔἁν D.T.642.18, Hdn.Gr.1.503, 2.12), euhan, a cry of the Bacchanals, cf. εὐοῖ, E. Tr.326, Luc.Trag.38.—Acc. to Hsch., an Indian name for ivy, which was sacred to Bacchus.

Greek (Liddell-Scott)

εὐάν: ᾱ, κραυγὴ τῶν βακχευόντων, ὡς τὰ εὖα, εὐοῖ, Εὐρ. Τρῳ. 326, Λουκ. Τραγ. 38. - Κατὰ τὸν Ἡσύχ., Ἰνδικὴ λέξις σημαίνουσα τὸν κισσόν, ὅστις ἦτο ἱερὸς τῷ Βάκχῳ.

French (Bailly abrégé)

interj.
évan (évoé), cri des Bacchantes.
Étymologie: cf. εὐαί.

Greek Monolingual

εὐάν (Α)
ενθουσιαστικό επιφώνημα τών ακολούθων του Βάκχου, όπως τα εὐαί, εὐοί, με τα οποία συνήθως συνεκφέρεται («πάλλε πόδ' αἰθέριον, ἄνεχε χορόν, εὐὰν εὐοῑ», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ευοί].