περίβολος: Difference between revisions
Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch
(Bailly1_4) |
(32) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br />qui entoure.<br />'''Étymologie:''' [[περιβάλλω]].<br /><span class="bld">2</span>ου (ὁ) :<br />enceinte :<br /><b>1</b> rempart, retranchement;<br /><b>2</b> enceinte <i>ou</i> circuit d’une maison, d’un sanctuaire.<br />'''Étymologie:''' [[περίβολος]]¹. | |btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br />qui entoure.<br />'''Étymologie:''' [[περιβάλλω]].<br /><span class="bld">2</span>ου (ὁ) :<br />enceinte :<br /><b>1</b> rempart, retranchement;<br /><b>2</b> enceinte <i>ou</i> circuit d’une maison, d’un sanctuaire.<br />'''Étymologie:''' [[περίβολος]]¹. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο / [[περίβολος]], -ον, ΝΜΑ [[περιβάλλω]]<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> [[τείχισμα]] χτισμένο για να περιορίζει μια [[έκταση]] γης, [[φράγμα]] ή [[τοίχος]] που περικλείει έναν χώρο, [[περιτοίχισμα]]<br /><b>2.</b> περιφραγμένος [[χώρος]], κλεισμένος [[ολόγυρα]] [[χώρος]], [[μάντρα]]<br /><b>3.</b> [[οχύρωμα]] [[γύρω]] από [[πόλη]] ή από [[φρούριο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που περιβάλλει, που περιτριγυρίζει [[κάτι]], αυτός που έχει τοποθετηθεί [[ολόγυρα]] από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) [[περιβολή]], [[κάλυμμα]], [[αμφίεση]], [[ένδυμα]]<br />β) [[περίβλημα]]<br />γ) [[περίφραγμα]]<br />δ) το [[περικάρδιο]]<br />ε) [[ολόκληρο]] το [[έδαφος]] όπου βρίσκεται ο [[ναός]] και [[γύρω]] από αυτόν («ἐθεμελιώθη... [[ανάλημμα]] ὑψηλὸν περιβόλου ἱερού», ΠΔ)<br />στ) (στον εν. και πληθ.) τα τείχη της πόλης<br />ζ) <b>στον πληθ.</b> οι σπείρες φιδιού<br />η) [[τάφος]]<br />θ) <b>μτφ.</b> ([[κατά]] τον <b>Πλάτ.</b>) το [[σώμα]], που περιβάλλει την [[ψυχή]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ περίβολον</i><br />[[περιτύλιγμα]] («περίβολα πυρὶ φλεγόμενα» — πύρινες σφαίρες, Τιμόθ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (περιβάλλω)
A compassing, encircling, στέφεα E.IA 1477 (lyr.) ; κάνναι Pherecr.63. II as Subst. περίβολος, ὁ, = περιβολή, ἐχίδνης περίβολοι spires or coils of a serpent, E.Ion993: in pl., π. λάϊνοι, of a tomb, Id.Tr.1141 : sg., enclosing wall, Hdt.1.181 ; of a town wall, Th.1.89 ; ἐν οἰκείῳ π. in a cage of his own, Pl.Tht.197c ; of the body as the case of the soul, Id.Cra.400c ; περίβολοι οἰκήσεων Id.R.548a ; wall of the heart, Hp.Cord.4. 2 area enclosed, enclosure, π. νεωρίων E.Hel.1530 ; ὁ τῆς πόλεως π. Pl.Lg.759a ; ἀμπελώνων PGrenf.2.28.13 (ii B.C.); of a temple, precinct, π. ἱεροῦ LXX Si. 50.2, cf. 2 Ma.6.4, 4 Ma.4.11, J.AJ15.11.5, Porph.Abst.2.54 ; ὁ τῶν Ὡρῶν π. BMus.Inscr.1044 (Attaleia): metaph., πρόθυρα καὶ περιβόλους καὶ αὐλὰς τῇ ἀρχῇ περιέθηκεν Plu.Sol.32. III neut., περίβολα πυρὶ φλεγόμενα fire-balls, Tim.Pers.27.
German (Pape)
[Seite 571] ὁ, das Umgebende, Einschluß, Gehäge; Eur. Troad. 1141; θώρακ' ἐχίδνης περιβόλοις ὡπλισμένον, Ion 993; auch adjectivisch, στέφεα περίβολα, I. A. 1477; – Mauern, Thuc. 1, 89. 90 und öfter, wie Plat. ἐν αὐτῷ τῷ τῆς πόλεως περιβόλῳ καὶ προαστείῳ, Legg. VI, 759 a; οἰκήσεων, Rep. VIII, 548 a, u. sonst; Folgde, πόλις κατὰ τὸ περίβολον οὐ μεγάλη, Pol. 4, 65, 3, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
περίβολος: -ον, (περιβάλλω) ὁ περιτιθέμενος, φορούμενος, στέφεα Εὐρ. Ι. Α. 1477· περιβεβλημένος, περιπεφραγμένος, σκηνὴ
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
qui entoure.
Étymologie: περιβάλλω.
2ου (ὁ) :
enceinte :
1 rempart, retranchement;
2 enceinte ou circuit d’une maison, d’un sanctuaire.
Étymologie: περίβολος¹.
Greek Monolingual
ο / περίβολος, -ον, ΝΜΑ περιβάλλω
νεοελλ.-αρχ.
το αρσ. ως ουσ.
1. τείχισμα χτισμένο για να περιορίζει μια έκταση γης, φράγμα ή τοίχος που περικλείει έναν χώρο, περιτοίχισμα
2. περιφραγμένος χώρος, κλεισμένος ολόγυρα χώρος, μάντρα
3. οχύρωμα γύρω από πόλη ή από φρούριο
αρχ.
1. αυτός που περιβάλλει, που περιτριγυρίζει κάτι, αυτός που έχει τοποθετηθεί ολόγυρα από κάτι
2. το αρσ. ως ουσ. α) περιβολή, κάλυμμα, αμφίεση, ένδυμα
β) περίβλημα
γ) περίφραγμα
δ) το περικάρδιο
ε) ολόκληρο το έδαφος όπου βρίσκεται ο ναός και γύρω από αυτόν («ἐθεμελιώθη... ανάλημμα ὑψηλὸν περιβόλου ἱερού», ΠΔ)
στ) (στον εν. και πληθ.) τα τείχη της πόλης
ζ) στον πληθ. οι σπείρες φιδιού
η) τάφος
θ) μτφ. (κατά τον Πλάτ.) το σώμα, που περιβάλλει την ψυχή
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ περίβολον
περιτύλιγμα («περίβολα πυρὶ φλεγόμενα» — πύρινες σφαίρες, Τιμόθ.).