Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συρροή: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781
(Bailly1_5)
(40)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />confluent.<br />'''Étymologie:''' [[συρρέω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />confluent.<br />'''Étymologie:''' [[συρρέω]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. συνροά Α [[συρρέω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[συρρέω]], το να ρέουν ή να χύνονται [[μαζί]] δύο υγρά («συνροὰ ὑδάτων», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συνάθροιση]], [[συγκέντρωση]] («[[συρροή]] πλήθους»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> χαρακτηριστικό τών εξανθηματικών νόσων, όταν οι φλύκταινες, βλατίδες, φυσαλλίδες ή κηλίδες πλησιάζουν και συνενώνονται η μία με την [[άλλη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συρροή]] νόμων»<br />(ποιν. δίκ.) η [[περίπτωση]] [[κατά]] την οποία περισσότεροι ποινικοί νόμοι ή περισσότερες διατάξεις του ίδιου ποινικού νόμου ρυθμίζουν την [[ίδια]] ύλη<br />β) «[[συρροή]] εγκλημάτων» και «[[συρροή]] αδικημάτων» — η [[περίπτωση]] [[κατά]] την οποία έγιναν από κάποιον δύο ή περισσότερα εγκλήματα ή αδικήματα<br /><b>αρχ.</b><br />[[εφίδρωση]].
}}
}}

Revision as of 12:48, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρροή Medium diacritics: συρροή Low diacritics: συρροή Capitals: ΣΥΡΡΟΗ
Transliteration A: syrroḗ Transliteration B: syrroē Transliteration C: syrroi Beta Code: surroh/

English (LSJ)

ἡ,

   A = σύρρευσις, conflux, Thphr.Lap.1, Ign.50, al.; ἰχώρων Plu.Cleom.39; συνροὰ (Dor.) ὑδάτων Mnemos.42.332 (Argos, iv B.C.); exudation which forms a bulbil, σ. δακρυώδης Thphr.HP6.6.8; accumulation of earth, ib.7.15.2: also σύρροια, Hp.Alim.23, Plb.2.32.2, Str. 1.3.12, Aret.CD1.13 (ξύρρ-) ; σύνροια IG5(1).1431.20 (Messene).

Greek (Liddell-Scott)

συρροή: ἡ, = σύρρευσις. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 8., 7. 15, 2, Πλούτ., κλπ.· ὡσαύτως σύρροια, Ἱππ. παρ’ Ἀλεξ. Τραλλ. 1. 102C, Πολύβ. 2. 32, 2. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 497.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
confluent.
Étymologie: συρρέω.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. συνροά Α συρρέω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συρρέω, το να ρέουν ή να χύνονται μαζί δύο υγρά («συνροὰ ὑδάτων», επιγρ.)
2. συνάθροιση, συγκέντρωσησυρροή πλήθους»)
νεοελλ.
1. ιατρ. χαρακτηριστικό τών εξανθηματικών νόσων, όταν οι φλύκταινες, βλατίδες, φυσαλλίδες ή κηλίδες πλησιάζουν και συνενώνονται η μία με την άλλη
2. φρ. α) «συρροή νόμων»
(ποιν. δίκ.) η περίπτωση κατά την οποία περισσότεροι ποινικοί νόμοι ή περισσότερες διατάξεις του ίδιου ποινικού νόμου ρυθμίζουν την ίδια ύλη
β) «συρροή εγκλημάτων» και «συρροή αδικημάτων» — η περίπτωση κατά την οποία έγιναν από κάποιον δύο ή περισσότερα εγκλήματα ή αδικήματα
αρχ.
εφίδρωση.