μέρμις: Difference between revisions

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
(Bailly1_3)
(24)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ιθος (ἡ) :<br />fil, cordon.<br />'''Étymologie:''' <b>DELG :</b> ?
|btext=ιθος (ἡ) :<br />fil, cordon.<br />'''Étymologie:''' <b>DELG :</b> ?
}}
{{grml
|mltxt=[[μέρμις]], -ιθος, ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μέρμιθα]].
}}
}}

Revision as of 06:46, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέρμῑς Medium diacritics: μέρμις Low diacritics: μέρμις Capitals: ΜΕΡΜΙΣ
Transliteration A: mérmis Transliteration B: mermis Transliteration C: mermis Beta Code: me/rmis

English (LSJ)

ῑθος, ἡ,

   A cord, string, rope, Od.10.23, D.S.3.21 (v.l. μέρμινθα): dat. pl. μερμίθαις from μέρμῑθα, Agatharch.47; μερμῑθος, ὁ, Hsch., Zonar. (Cf. μήρινθος.)

German (Pape)

[Seite 135] ιθος, ἡ, Schnur, Faden, κατέδει μέρμιθι φαεινῇ ἀργυρέῃ, Od. 10, 23; D. Sic. 3, 21, v. l. μέρμινθα, vgl. μήρινθος. Schon von den Alten von εἴρειν abgeleitet, mit vorgeschlagenem μ.

Greek (Liddell-Scott)

μέρμῑς: -ῑθος, ἡ, σπαρτίον, λεπτὸν σχοινίον, «σπάγγος», Ὀδ. Κ. 23· - δοτ. μερμίθαις ἐξ ὀνομαστ. μέρμιθα, Ἀγαθαρχ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 451. 36· μέρμιθος, ὁ, Ἡσύχ. ἐν λέξ. μέρμιθα, Ζωναρ. 1345. (Σχετίζεται πρὸς τὸ μήρινθος· ἡ ῥίζα εἶναι ἀμφίβολος, Κουρτ. Gr. Et. σ. 543).

French (Bailly abrégé)

ιθος (ἡ) :
fil, cordon.
Étymologie: DELG : ?

Greek Monolingual

μέρμις, -ιθος, ἡ (Α)
βλ. μέρμιθα.