πολίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(Bailly1_4)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=bâtir <i>ou</i> fonder une ville ; <i>avec</i> l’acc., couvrir de constructions.<br />'''Étymologie:''' [[πόλις]].
|btext=bâtir <i>ou</i> fonder une ville ; <i>avec</i> l’acc., couvrir de constructions.<br />'''Étymologie:''' [[πόλις]].
}}
{{Autenrieth
|auten=([[πόλις]]), aor. [[πολίσσαμεν]], [[pass]]. plup. πεπόλιστο: [[found]] a [[city]], [[build]], Il. 7.453 and Il. 20.217.
}}
}}

Revision as of 15:33, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολίζω Medium diacritics: πολίζω Low diacritics: πολίζω Capitals: ΠΟΛΙΖΩ
Transliteration A: polízō Transliteration B: polizō Transliteration C: polizo Beta Code: poli/zw

English (LSJ)

Ep. aor.

   A ἐπόλισσα A.R.1.178, πόλισσα Il.7.453: (πόλις):— build a city: generally, build, [τεῖχος] πολίσσαμεν Il. l.c.; ἣν ἐπόλισσεν (sc. τὴν πάτρην) Epigr.Gr.982 (Philae):—Pass., Ἴλιος πεπόλιστο Il. 20.217; Δωδώνη πεπόλισται Hes.Fr.134.5, cf. Hdt.4.108, 5.52, al.; ἐφ' ἁμαξῶν πεπολισμένοι Philostr. VA6.25:—Med., build for oneself, A.R.1.1346; τὴν Ῥώμην σὺν τοῖς ἄλλοις ἐπολίσαντο D.H.1.30.    II build a city or cities on or in a place, χωρίον πολίζειν X.An.6.6.4; τὴν χώραν Str.8.5.4; τὸν τόπον Plu.Rom.9:—Pass., εἴη ἡ Παιονίη ἐπὶ τῷ Στρυμόνι ποταμῷ πεπολισμένη Hdt.5.13.—Ep., Ion., X., and later Prose.

German (Pape)

[Seite 655] eine Stadt bauen, gründen; Ἴλιος πεπόλιστο, Il. 20, 217; auch τεῖχος πολίσσαμεν, 7, 453; Her. 4, 108. 5, 13. 52 u. öfter. – Auch χωρίον πολίζειν, eine Gegend durch Gründung einer Stadt anbauen, Xen. An. 6, 4, 4; τόπον, Plut. Rom. 9; med., D. Hal. 1, 45.

Greek (Liddell-Scott)

πολίζω: Ἐπικ. ἀόρ. πόλισσα· (πόλις)· ― οἰκοδομῶ, κτίζω, τειχίζω, ἱδρύω, οἰκίζω, συνοικίζω πόλιν, τεῖχος πολίσσαμεν Ἰλ. Ζ. 453· ἣν ἐπόλισσεν· (δηλ. τὴν πόλιν) Συλλ. Ἐπιγρ. 4925. ― Παθ., Ἴλιος πεπόλιστο Ἰλ. Υ. 217· ― Δωδώνη πεπόλισται Ἡσ. Ἀποσπ. 39. 5· οὕτως Ἡρόδ. 4. 108., 5. 13, 52, κ. ἀλλ.· ἐφ’ ἁμαξῶν πεπολισμένοι Φιλόστ. 265· ― Μέσ., οἰκοδομῶ δι’ ἐμαυτόν, τὴν Ῥώμην σὺν τοῖς ἄλλοις ἐπολίσαντο Διοδ. Ἱστ. 1. 30. ΙΙ. χωρίον πολίζειν, εἰς χώραν τινὰ ἱδρύω ἀποικίαν κτίζων πόλιν, Ξεν. Ἀν. 6, 4, 4· τὴν χώραν Στράβ. 364· τὸν τόπον Πλουτ. Ρωμ. 9. ― Φαίνεται ὅτι κυρίως ἦτο Ἰων. ῥῆμα.

French (Bailly abrégé)

bâtir ou fonder une ville ; avec l’acc., couvrir de constructions.
Étymologie: πόλις.

English (Autenrieth)

(πόλις), aor. πολίσσαμεν, pass. plup. πεπόλιστο: found a city, build, Il. 7.453 and Il. 20.217.