νεόφοιτος: Difference between revisions
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
(Bailly1_3) |
(26) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> nouvellement arrivé;<br /><b>2</b> nouvellement visité.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[φοιτάω]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> nouvellement arrivé;<br /><b>2</b> nouvellement visité.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[φοιτάω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νεόφοιτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που πρόσφατα άρχισε να συχνάζει [[κάπου]]<br /><b>2.</b> αυτός που [[μόλις]] έφτασε [[κάπου]]<br /><b>3.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός που πατήθηκε για πρώτη [[φορά]] («Ἰκάρου ὦ νεόφοιτον ἐς [[ἠέρα]] πωτηθέντος... τύμβε», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φοιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φοιτῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ομό</i>-<i>φοιτος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:02, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A having just arrived, newcomer, Coluth.390. II Pass., newly trodden, ἠέρα AP7.699.
German (Pape)
[Seite 245] eben, seit Kurzem herumgehend, auch passiv., eben betreten, erst sp. D., wie Coluth. 383, Tryphiod. 363; Ep. ad. 396 (VII, 699).
Greek (Liddell-Scott)
νεόφοιτος: -ον, ὁ μόλις ἀρξάμενος νὰ περιφέρηται, Κόλουθ. 383. ΙΙ. Παθ., ὁ νεωστὶ πατηθείς, νεοβάδιστος, Ἀνθ. Π. 7. 699.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 nouvellement arrivé;
2 nouvellement visité.
Étymologie: νέος, φοιτάω.
Greek Monolingual
νεόφοιτος, -ον (Α)
1. αυτός που πρόσφατα άρχισε να συχνάζει κάπου
2. αυτός που μόλις έφτασε κάπου
3. (με παθ. σημ.) αυτός που πατήθηκε για πρώτη φορά («Ἰκάρου ὦ νεόφοιτον ἐς ἠέρα πωτηθέντος... τύμβε», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -φοιτος (< φοιτῶ), πρβλ. ομό-φοιτος].