δημώδης: Difference between revisions
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning
(Bailly1_1) |
(big3_11) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες :<br /><b>1</b> du peuple, vulgaire, commun;<br /><b>2</b> public, connu de tous.<br />'''Étymologie:''' [[δῆμος]], -ωδης. | |btext=ης, ες :<br /><b>1</b> du peuple, vulgaire, commun;<br /><b>2</b> public, connu de tous.<br />'''Étymologie:''' [[δῆμος]], -ωδης. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ες<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de pers. [[del pueblo]] πλῆθος Charito 3.2.15, Eus.<i>PE</i> 11.7.10, γυναῖκες Hld.3.3.8, θορύβου τε δημώδους [[ἐκτός]] fuera del alboroto de la muchedumbre</i> Hld.2.26.1<br /><b class="num">•</b>τὸ δ. πλῆθος la multitud civil</i> op. στρατιωτικὸν Hdn.1.4.8<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ δ. [[la plebe]] Iust.<i>Nou</i>.13.1.1, οἱ δημώδεις los ciudadanos corrientes</i> Hdn.1.15.7.<br /><b class="num">2</b> de abstr. [[popular]], [[vulgar]], [[corriente]] μουσική δ. música popular</i> Pl.<i>Phd</i>.61a, σωφροσύνη Pl.<i>Lg</i>.710a, ἀρεταὶ καὶ κακίαι Phld.<i>Rh</i>.1.217, de las ideas μικρόν τι καὶ ταπεινὸν καὶ δ. περὶ τῆς ἀρετῆς Attic.2.65, λέξις Iambl.<i>VP</i> 104, τὸν δημώδη καὶ ἰδιωτικὸν βίον Eus.<i>Is</i>.34.5, δόξαν ... δημώδη καὶ βάναυσον Eun.<i>VS</i> 496, δ. γὰρ οἶμαι ... μὴ οὐχὶ καὶ τὴν περὶ ἀλλήλων γνῶσιν ἔχοντας ἀπελθεῖν Hld.4.16.5, λογιστική Agath.5.14.2<br /><b class="num">•</b>[[vulgar]] en el sent. peyor. de [[grosero]], [[impúdico]] γέλωτες Gr.Nyss.<i>Eun</i>.1.550, cf. Hsch.δ 865<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ λαϊκὸν καὶ δημῶδες καὶ <τὸ> ἄναγνον Clem.Al.<i>Paed</i>.2.10.93, τὰ δημωδέστερα las cosas más vulgares</i> ref. a los placeres, Hld.5.16.3<br /><b class="num">•</b>tb. de pers., de una mujer [[pública]], [[prostituida]] οὖκ ἦν ἐς ἄνδρας μάχλος οὐδὲ [[δημώδης]] Aeschrio <i>SHell</i>.4.6.<br /><b class="num">3</b> de otras cosas [[público]], [[conocido por todos]], [[usado por todos]] στιχίδια Plu.<i>Per</i>.30, κοινοῖς καὶ δημώδεσι τοῖς ὀνόμασι Longin.40.2, ταῦτα μὲν οὖν δημώδη καὶ εἰς πολλοὺς ἐκπεφοίτηκεν Ael.<i>VH</i> 3.3, λόγος Ael.<i>VH</i> 3.45, τὰ δημώδη καὶ τὰ κοινὰ ταῦτα Luc.<i>Zeux</i>.3, ἑστιάσεις Clem.Al.<i>Paed</i>.2.1.11, cf. Vett.Val.14.28, op. ἱερά: γράμματα entre los egipcios escritura demótica</i> D.S.3.3, τὸ δ. ῥῆμα el dicho popular</i> Dion.Alex. en Eus.<i>HE</i> 7.22.7<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δ. [[refrán popular]] Heraclit.<i>All</i>.6, λέγων καὶ βοῶν τὸ δ. ὅτι ... D.C.69.22.4, cf. 64.7.1, 77.16.8.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[en público]], [[a la vista de todos]] τῆς ἀρθρεμβολήσεως δ. πρασσομένης Apollon.Cit.1.1, μὴ δ. [[αὐτοῦ]] ὀφθέντος Origenes <i>Cels</i>.2.63. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 21 August 2017
English (LSJ)
ες,
A popular: μουσική, σωφροσύνη, in the popular sense, Pl.Phd.61a, Lg.710a; ἀρεταὶ καὶ κακίαι Phld.Rh. 1.217 S.; hackneyed, κοινὰ καὶ δ. ὀνόματα Longin.40.2; στιχίδια Plu. Per.30, cf. Ael.VH3.3; λόγος ib.3.45; τὸ δ. πλῆθος, of civilians, opp. στρατιωτικοί, Hdn.1.4.8, cf. 1.15.7; of a prostitute, common, AP7.345. Adv. -δῶς Apollon.Cit.1.
German (Pape)
[Seite 565] ες, 1) volksmäßig, gewöhnlich; μουσική, Plat. Phaed. 61 a; σωφροσύνη, Legg. IV, 710 a u. Sp.; von Personen, zum Volke gehörig, Sp.; auch = gemein, in sittlicher Beziehung, von einer Frau, Aeschrio (VII, 345); vgl. Heliod. 3, 3. – 2) allgemein bekannt, Plut. Sol. 8; στιχίδια, neben περιβόητος, Pericl. 30; u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δημώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἐκ τοῦ λαοῦ, εἰς τὸν λαὸν ἀρέσκων, μουσικὴ Πλάτ. Φαίδωνι 61Α· σωφροσύνη ὁ αὐτ. Νόμ. 710Α· στιχίδια Πλούτ. Περικλ. 30· λόγος Αἰλ. Π. Ἱστ.3. 45·-τὸ δ. πλῆθος, ὁ κοινότατος ὄχλος, Ἡρῳδιαν. 1. 4· ― ἐπὶ πόρνης, δημοσία, Ἀνθ. Π. 7. 345.― Ἐπίρρ. -δῶς, Ὠριγέν. κ. Κέλσου 2. 434.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
1 du peuple, vulgaire, commun;
2 public, connu de tous.
Étymologie: δῆμος, -ωδης.
Spanish (DGE)
-ες
I 1de pers. del pueblo πλῆθος Charito 3.2.15, Eus.PE 11.7.10, γυναῖκες Hld.3.3.8, θορύβου τε δημώδους ἐκτός fuera del alboroto de la muchedumbre Hld.2.26.1
•τὸ δ. πλῆθος la multitud civil op. στρατιωτικὸν Hdn.1.4.8
•subst. ὁ δ. la plebe Iust.Nou.13.1.1, οἱ δημώδεις los ciudadanos corrientes Hdn.1.15.7.
2 de abstr. popular, vulgar, corriente μουσική δ. música popular Pl.Phd.61a, σωφροσύνη Pl.Lg.710a, ἀρεταὶ καὶ κακίαι Phld.Rh.1.217, de las ideas μικρόν τι καὶ ταπεινὸν καὶ δ. περὶ τῆς ἀρετῆς Attic.2.65, λέξις Iambl.VP 104, τὸν δημώδη καὶ ἰδιωτικὸν βίον Eus.Is.34.5, δόξαν ... δημώδη καὶ βάναυσον Eun.VS 496, δ. γὰρ οἶμαι ... μὴ οὐχὶ καὶ τὴν περὶ ἀλλήλων γνῶσιν ἔχοντας ἀπελθεῖν Hld.4.16.5, λογιστική Agath.5.14.2
•vulgar en el sent. peyor. de grosero, impúdico γέλωτες Gr.Nyss.Eun.1.550, cf. Hsch.δ 865
•subst. τὸ λαϊκὸν καὶ δημῶδες καὶ <τὸ> ἄναγνον Clem.Al.Paed.2.10.93, τὰ δημωδέστερα las cosas más vulgares ref. a los placeres, Hld.5.16.3
•tb. de pers., de una mujer pública, prostituida οὖκ ἦν ἐς ἄνδρας μάχλος οὐδὲ δημώδης Aeschrio SHell.4.6.
3 de otras cosas público, conocido por todos, usado por todos στιχίδια Plu.Per.30, κοινοῖς καὶ δημώδεσι τοῖς ὀνόμασι Longin.40.2, ταῦτα μὲν οὖν δημώδη καὶ εἰς πολλοὺς ἐκπεφοίτηκεν Ael.VH 3.3, λόγος Ael.VH 3.45, τὰ δημώδη καὶ τὰ κοινὰ ταῦτα Luc.Zeux.3, ἑστιάσεις Clem.Al.Paed.2.1.11, cf. Vett.Val.14.28, op. ἱερά: γράμματα entre los egipcios escritura demótica D.S.3.3, τὸ δ. ῥῆμα el dicho popular Dion.Alex. en Eus.HE 7.22.7
•subst. τὸ δ. refrán popular Heraclit.All.6, λέγων καὶ βοῶν τὸ δ. ὅτι ... D.C.69.22.4, cf. 64.7.1, 77.16.8.
II adv. -ῶς en público, a la vista de todos τῆς ἀρθρεμβολήσεως δ. πρασσομένης Apollon.Cit.1.1, μὴ δ. αὐτοῦ ὀφθέντος Origenes Cels.2.63.