μαυρόω: Difference between revisions

From LSJ

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source
(Bailly1_3)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />obscurcir ; <i>Pass.</i> s’obscurcir.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἀμαυρόω]].
|btext=-ῶ :<br />obscurcir ; <i>Pass.</i> s’obscurcir.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἀμαυρόω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μαυρόω:''' μέλ. <i>μαυρώσω</i>, αντί [[ἀμαυρόω]], [[χάριν]] μέτρου,<br /><b class="num">1.</b> [[σκιάζω]], [[σκοτεινιάζω]], [[τυφλώνω]], [[καθιστώ]] κάποιον ανίσχυρο, σε Πίνδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[θολώνω]], [[συσκοτίζω]], [[ρίχνω]] στη [[λήθη]] [[κάτι]], σε Ησίοδ. — Παθ., [[γίνομαι]] [[αόριστος]], [[ασαφής]], σε Θέογν., Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 20:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαυρόω Medium diacritics: μαυρόω Low diacritics: μαυρόω Capitals: ΜΑΥΡΟΩ
Transliteration A: mauróō Transliteration B: mauroō Transliteration C: mavroo Beta Code: mauro/w

English (LSJ)

   A = ἀμαυρόω, darken, blind: hence, make powerless, dub. in A.Eu.358 (lyr.), cj. in Pi.I.4(3).48.    2 metaph., make dim or obscure, ῥεῖα δέ μιν μαυροῦσι θεοί Hes.Op.325:—Pass., become dim or obscure, Thgn.192, A.Ag.296.

Greek (Liddell-Scott)

μαυρόω: ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ ἀμαυρόω, κατὰ τὴν ἀπαίτησιν τοῦ μέτρου, σκοτίζω, «μαυρίζω», τυφλώνω, Πινδ. Π. 12. 24· κάμνω τινὰ ἀδύνατον, ἀνίσχυρον, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 359. 2) μεταφ., κάμνω τι σκοτεινόν, ἀσαφές, ἢ λησμονημένον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 327· μὴ μαύρου τέρψιν, μὴ ἐπισκότιζε τὴν τέρψιν σου, Πινδ. Ἀποσπ. 92. - Παθ., γίνομαι ἀμαυρὸς ἢ σκοτεινός, Θέογν. 197, Αἰσχύλ. Ἀγ. 296, καὶ ἐκ διορθώσεως τοῦ Blomf. (χάριν τοῦ μέτρου) Πέρσ. 223.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
obscurcir ; Pass. s’obscurcir.
Étymologie: cf. ἀμαυρόω.

Greek Monotonic

μαυρόω: μέλ. μαυρώσω, αντί ἀμαυρόω, χάριν μέτρου,
1. σκιάζω, σκοτεινιάζω, τυφλώνω, καθιστώ κάποιον ανίσχυρο, σε Πίνδ., Αισχύλ.
2. μεταφ., θολώνω, συσκοτίζω, ρίχνω στη λήθη κάτι, σε Ησίοδ. — Παθ., γίνομαι αόριστος, ασαφής, σε Θέογν., Αισχύλ.