ἑωλοκρασία: Difference between revisions
τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> mélange de lie <i>ou</i> des impuretés du vin;<br /><b>2</b> goût fétide <i>ou</i> mauvaise odeur que laisse l’ivresse.<br />'''Étymologie:''' [[ἕωλος]], [[κεράννυμι]]. | |btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> mélange de lie <i>ou</i> des impuretés du vin;<br /><b>2</b> goût fétide <i>ou</i> mauvaise odeur que laisse l’ivresse.<br />'''Étymologie:''' [[ἕωλος]], [[κεράννυμι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (ΑΜ [[ἑωλοκρασία]]) <b>νεοελλ.</b> [[μίγμα]], [[κράμα]] («[[οὔτε]] ἀρχαία, [[οὔτε]] νέα [[[γλώσσα]]], ἀλλ' [[ἑωλοκρασία]] τις», Καλλιγ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μίγμα]] ζωμών από τα δείπνα της προηγούμενης νύχτας, που το έχυναν [[πάνω]] στα πρόσωπα τών μεθυσμένων και κοιμισμένων συμποτών, για αστεΐσμό, τις πρωινές ώρες στο [[τέλος]] του συμποσίου<br /><b>2.</b> [[μέθη]], [[κραιπάλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἕωλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κρασία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>κρατος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κεράννυμι]] «[[αναμιγνύω]]»)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:34, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, (κρᾶσις)
A mixture of dregs, heel-taps, etc., with which the drunken were dosed at the end of a revel by their strongerheaded companions: metaph., ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας having discharged the stale dregs of his rascality over me, D.18.50, cf. Harp., Luc.Symp.3; also, = κραιπάλη, ἐμμένει τὸ . . δυσάρεστον, ὥσπερ ἑ. τις ὕβρεως ἢ ὀργῆς Plu.2.148a.
German (Pape)
[Seite 1133] ἡ, eigtl. Mischung von alten Speisen, B. A. 258 ἡ κατάχυσις τῶν ζωμῶν τῶν ἑώλων δείπνων ἐπὶ τοὺς κοιμωμένους τῶν συμπινόντων, vgl. Phot., nach welchem man bei Trinkgelagen diejenigen, welche nicht mehr wach bleiben konnten, mit den Neigen der Weine u. dgl. begoß; übertr. sagt Dem. 18, 50 vom Aeschines αἴτιος δ' οὗτος, ὥςπερ ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας τῆς ἑαυτοῦ καὶ τῶν ἀδικημάτων κατασκεδάσας, ἣν ἀναγκαῖον ἦν ἀπολύσασθαι, der gleichsam eine Grundsuppe der Niederträchtigkeit, abgestandene Schmähreden über mich ausgegossen, od. wie es Didym. bei Harpocr. erkl.: οὗτος χθὲς καὶ πρώην ἃ ἐκέρασε πράγματα τήμερόν μου καταχεῖ καὶ ἐμὲ πρᾶξαί φησι. Diese Stelle ahmt Luc. Symp. 3 nach: πολλὴν τὴν ἑωλοκρασίαν κατασκεδάσας ἀνδρῶν φιλοσόφων; vgl. Plut. sept. sap. Conv. 2 g. E., wo er das Bild eines Gastmahls eingeführt hat, ἐνίοις ἐς ἅπαντα τὸν βίον ἐμμένει τὸ πρὸς ἀλλήλους δυσάρεστον ὥςπερ ἑωλοκρασία τις ὕβρεως ἢ ὀργῆς ἐν οἴνῳ γενομένης, wo es mehr die Nachwehen des gestrigen Rausches bedeutet,
Greek (Liddell-Scott)
ἑωλοκρᾱσία: ἡ, (κρᾶσις) μῖγμα ζωμῶν ἐξ ἑώλων δείπνων, ὅπερ ἐπέχεον ἐπὶ τῶν καταβληθέντων ἐκ τῆς μέθης καὶ τοῦ ὕπνου συντρόφων αὑτῶν οἱ μὴ μεθυσθέντες συμπόται αὐτῶν χάριν παιδιᾶς καὶ γέλωτος κατὰ τὸ τέλος συμποσίου, μεταφ., ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας τῆς αὐτοῦ κατασκεδάσας, καταχύσας ἐπ’ ἐμὲ τὰ ἀηδῆ καὶ ἕωλα κράματα τῆς ἑαυτοῦ κακίας, Δημ. 242. 13, ἔνθα ὁ Σουίδας παρατηρεῖ: «ἐγὼ δὲ μᾶλλον νομίζω πεποιῆσθαι τὸ ὄνομα ὑπὸ τοῦ ῥήτορος ἀπὸ τῶν ἑώλων, ἅ ἐστιν ἀρχαῖα, ὅτι πράγματα ἀρχαῖα συγκεράσας κατηγορεῖ ὁ Αἰσχίνης» Σουΐδ. ἐν λ., πρβλ. Λουκ. Συμπ. 3· ἀλλ’ ἐν τῷ χωρίῳ τοῦ Πλουτ. 2. 148Α, ἐμμένει τὸ... δυσάρεστον, ὥσπερ ἑωλοκρασία τις ὕβρεως ἢ ὀργῆς, φανερῶς εἶναι = τῷ κραιπάλη, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 mélange de lie ou des impuretés du vin;
2 goût fétide ou mauvaise odeur que laisse l’ivresse.
Étymologie: ἕωλος, κεράννυμι.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἑωλοκρασία) νεοελλ. μίγμα, κράμα («οὔτε ἀρχαία, οὔτε νέα [[[γλώσσα]]], ἀλλ' ἑωλοκρασία τις», Καλλιγ.)
αρχ.
1. μίγμα ζωμών από τα δείπνα της προηγούμενης νύχτας, που το έχυναν πάνω στα πρόσωπα τών μεθυσμένων και κοιμισμένων συμποτών, για αστεΐσμό, τις πρωινές ώρες στο τέλος του συμποσίου
2. μέθη, κραιπάλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἕωλος + -κρασία (< -κρατος < κεράννυμι «αναμιγνύω»)].