ἀποστερέω: Difference between revisions

From LSJ

ἀναπλασμὸς ἐκ ματαίων ἐλπίδων → building of castles in the air

Source
(Bailly1_1)
(big3_6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />priver de, dépouiller de : τινά τινος ἀπ. dépouiller qqn de qch (de sa fortune, de la royauté, de la vie, <i>etc.</i>) ; τινά [[τι]] <i>ou</i> τινός [[τι]] enlever qch à qqn ; ἀπ. γάμον ESCHL détourner un mariage ; <i>Pass.</i> être dépossédé <i>ou</i> privé de, gén. <i>ou</i> acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[στερέω]].
|btext=-ῶ :<br />priver de, dépouiller de : τινά τινος ἀπ. dépouiller qqn de qch (de sa fortune, de la royauté, de la vie, <i>etc.</i>) ; τινά [[τι]] <i>ou</i> τινός [[τι]] enlever qch à qqn ; ἀπ. γάμον ESCHL détourner un mariage ; <i>Pass.</i> être dépossédé <i>ou</i> privé de, gén. <i>ou</i> acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[στερέω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [fut. med. ἀποστεροῦμαι And.<i>Myst</i>.149]<br /><b class="num">1</b> [[robar]], [[despojar]], [[defraudar]] c. ac. de pers. y gen. de cosa ολλοὺς δὲ χρημάτων ἀπεστέρησε Hdt.5.92ε<br /><b class="num">•</b>c. doble ac. τὰ χρήματα ἡμᾶς D.34.38<br /><b class="num">•</b>sólo c. ac. de pers. θεούς Pl.<i>Lg</i>.917d, οὐδένα Ar.<i>Pl</i>.373, ἀδελφούς 1<i>Ep.Cor</i>.6.7, τὸ δὲ σαφές μ' ἀποστερεῖ pero la evidencia me defrauda</i> E.<i>Hel</i>.577, en v. pas. εἰ δ' ἀπεστερήμεθα pero si quedamos frustrados</i> S.<i>Ai</i>.782<br /><b class="num">•</b>sólo c. ac. de cosa, ref. a una deuda no pagada χρήματα Ar.<i>Nu</i>.1305, παρακαταθήκην Arist.<i>Rh</i>.1383<sup>b</sup>20, κέρδος A.<i>Pr</i>.777, βίον S.<i>Ph</i>.931, τὰς ὄρνεις D.P.<i>Au</i>.1.22, cf. Is.5.40, D.21.44<br /><b class="num">•</b>abs. [[cometer fraude]] ἀπεστερηκὼς ὑπ' ἀνάγκης Pl.<i>Phdr</i>.241b, cf. Ar.<i>Nu</i>.487, Is.9.31, Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.85.<br /><b class="num">2</b> [[privar]] c. ac. de pers. y gen. de abstr., gener. τὸν πατέρα τῆς τυραννίδος Ar.<i>Au</i>.1605, ἅπαντας ... τῆς ἀμφισβητήσεως Is.6.59, τῆς ψυχῆς ... αὐτόν Antipho 4.1.6, τὰς ... ψυχὰς ... τῆς δυνάμεως Plu.2.431e, c. el ac. no expresado μόρος τοῦ ζῆν ἀπεστέρησε A.<i>Pr</i>.681<br /><b class="num">•</b>en v. pas. [[ser privado de]] c. gen. τῆς Ἑλλάδος ... ἀπεστερημένος Hdt.3.130, σοῦ τ' ἀπεστερημένη καὶ πατρός S.<i>El</i>.813, ἡδονῶν Ar.<i>Nu</i>.1072, ἁπάντων D.21.106, cf. Is.7.25, <i>POxy</i>.2704.13 (III d.C.), c. ac. ὅσοι τε ἵππους ἀπεστέρηνται X.<i>Cyr</i>.6.1.12<br /><b class="num">•</b>esp. c. ac. del pron. refl. τῶν (ἀγαλμάτων) ... ἀπεστέρησ' ἐμαυτόν S.<i>OT</i> 1381, οὐκ ἀποστερῶν γε τῶν ἐς τὴν πόλιν ἑαυτὸν οὐδενός Antipho 5.78, [[ἄλλου]] ἑαυτόν Th.1.40, ἑαυτὸν τοῦ φρονεῖν Crobyl.3, cf. Theopomp.Hist.66<br /><b class="num">•</b>tb. inversamente c. ac. de abstr. o de cosa y gen. de pers. τὸν ἔλεον ἀπεστήρησεν [[ἑαυτοῦ]] Plu.<i>Aem</i>.26, τῶν διδασκάλων [[αὐτοῦ]] τὸν μισθὸν Plu.<i>Dem</i>.4<br /><b class="num">•</b>c. doble ac. μή μ' ἀποστερήσῃς ἡδονάν S.<i>El</i>.1276, τὸ ἥμισυ τῆς κατηγορίας ἐμαυτὸν ἂν ἀπεστέρησα Antipho 3.3.2, cf. Is.8.43, Th.7.6, Arist.<i>EN</i> 1160<sup>a</sup>5, X.<i>An</i>.7.6.9.<br /><b class="num">3</b> [[privar de la participación]], [[marginar]] με <i>Melit.Fr.Pap</i>.82.19.<br /><b class="num">4</b> [[negar]], [[refutar]], [[rechazar]] φάτιν S.<i>OT</i> 323<br /><b class="num">•</b>abs. en lóg. [[obtener una conclusión negativa]] Arist.<i>APr</i>.44<sup>b</sup>23.
}}
}}

Revision as of 12:16, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποστερέω Medium diacritics: ἀποστερέω Low diacritics: αποστερέω Capitals: ΑΠΟΣΤΕΡΕΩ
Transliteration A: aposteréō Transliteration B: apostereō Transliteration C: apostereo Beta Code: a)postere/w

English (LSJ)

—Pass., fut.

   A -στερηθήσομαι Lys.12.70, v.l. in D.1.22; also -στερήσομαι E.HF137(lyr.), Th.6.91, D.24.210; ἀποστεροῦμαι And.1.149: pf. ἀπεστέρημαι, etc.:—rob, despoil, defraud one of a thing, c. acc. pers. et gen. rei, χρημάτων ἀ. τινά Hdt.5.92.έ; τὸν πατέρα τῆς τυραννίδος Ar.Av.1605; τῆς ψυχῆς Antipho4.1.6: c. acc. pers. et rei, μή μ' ἀποστερήσῃς ἡδονάν S.El.1276(lyr.), cf. Antipho 3.3.2, X.An.7.6.9, Is.8.43, etc.: abs., commit fraud, Ar.Nu.487; ἀπεστερηκὼς ὑπ' ἀνάγκης being constrained to become a defaulter, Pl.Phdr.241b; συνέστιον ὧν ἔκγονον ἢ ἀδελφὸν ἀπεστέρηκε γίγνεσθαι Id.Lg.868d:—Pass., to be robbed or deprived of, c. gen., Ἑλλάδος ἀπεστερημένος Hdt.3.130; σοῦ τ' ἀπεστερημένη καὶ πατρός S.El.813; ἡδονῶν Ar.Nu.1072; ἁπάντων ἂν ἀπεστερήμην D.21.106: c. acc., ἵππους ἀπεστέρηνται X.Cyr.6.1.12, etc.: abs., εἰ δ' ἀπεστερήμεθα if we have been frustrated, S.Aj. 782.    2 ἀ. ἑαυτόν τινος detach, withdraw oneself from a person or thing, τῶν [ἀγαλμάτων] . . ἀπεστέρησ' ἐμαυτόν Id.OT1381; οὐκ ἀποστερῶν γε τῶν ἐς τὴν πόλιν ἑαυτὸν οὐδενός Antipho 5.78; ἄλλου ἑαυτὸν ἀ. Th.1.40; ἀ. ἑαυτὸν τοῦ φρονεῖν Crobyl.3; ἐκείνους . . ἀ. μὴ ἂν . . ἀποτειχίσαι deprive them of the power of walling off, Th.7.6:—reversely, ἀ. τὸν ἔλεον ἑαυτοῦ Plu.Aem.26, cf.Dem.4.    3 c.acc.pers., defraud, rob, Hdt.7.155, Ar.Pl.373, 1 Ep.Cor.6.7, etc.; θεούς Pl.Lg. 917d.    4 c. acc. rei only, filch away, S.Ph.931; withhold, A.Pr. 777, S.OT323, Ar.Nu.1305; refuse payment of a debt, D.21.44, etc.; refuse to give up, παρακαταθήκην Arist.Rh.1383b21; Ζεὺς ἀποστεροίη γάμον may he avertit, A.Supp.1063(lyr.).    5 τὸ σαφές μ' ἀποστερεῖ certainty fails me, E.Hel.577.    II in Logic, draw a negative conclusion, Arist.APr.44b23. (ἀποστέρω is f.l. in Isoc.12.243.)

German (Pape)

[Seite 327] 1) berauben, a) τινά τινος Aesch. Prom. 683; Soph. O. R. 1381; Thuc. 1, 69; ἄλλων ἡδονῶν ἀποστερεῖ Plat. Prot. 353 e u. öfter; auch Folgde, z. B. τῶν πατρῴων Dem. 29, 3; dah. pass., ἀπεστερημένη τινός Soph. El. 803; vgl. Plat. Conv. 219 d Rep. I, 329 a; auch bloß τινά, ἦρχε αὐτὸς ἀποστερήσας τοὺς παῖδας (sc. ἀρχῆς) Her. 7, 155. – b) τί, rauben, entreißen, Aesch. Suppl. 1048; ἀπεστέρηκας τὸν βίον Soph. Phil. 919 (auch τινός τι 1267, wie Xen. Hell. 4, 1, 20); φάτιν O. R. 323, vorenthaltend, Schol. οὐ λέγων; – τοὺς μισθούς Plat. Gorg. 519 c; übh. entziehen, vorenthalten, Ggstz δοῦναι Charm. 172 c; u. παρέχειν, εὐφροσύνας Xen. Mem. 3, 8, 10; bes. was man zu geben verpflichtet ist, An. 7, 7, 48; Dem. 21, 44, das Geliehene; so auch – c) τινά τι, futur. pass. ἀποστερηθήσομαι Dem. 1, 22; ἀποστερήσομαι 39, 11; ὅσων μέλλεις ἀποστερεῖσθαι Ar. Nub. 1072, kann fut. zu ἀποστέρω sein; Xen. An. 6, 4, 23; Isocr. 4, 142; διδασκάλους μισθούς Dem. 27, 96. 28, 13; ἀποστερούμενοι χρήματα Plat. Theaet. 201 b; ἵππους ἀπεστέρηνται Xen. Cyr. 6, 1, 12. – 2) intr., fehlen, bes. impers., ἀποστερεῖμε, es fehlt mir, Eur. Hel. 583.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστερέω: μελλ. -ήσω: - Παθ., μέλλ. ἀποστερηθήσομαι Λυσ. 126. 33, Δημ. 15, 24· ἀλλ’ ὡσαύτως, μέσ. ἀποστερήσομαι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 137, Θουκ. 6, 91, Δημ. 765,14· καὶ ἀποστεροῦμαι Ἀνδοκ. 19. 26: πρκμ. ἀπεστέρημαι, κτλ. Στερῶ, ἀφαιρῶ διὰ βίας ἢ ἀπάτης, στερῶ τινά τινος, μετ’ αἰτ. προσ. καὶ γεν. πράγ., χρημάτων ἀπ. τινα Ἡρόδ. 5. 92, 5, πρβλ. 7. 155· τῆς τυραννίδος Ἀριστοφ. Ὄρν. 1605· τῆς ψυχῆς Ἀντιφῶν 125. 40· ὡσαύτως μετ’ αἰτ. προσ. καὶ πράγμ., μή μ’ ἀποστερήσῃς… ἡδονὰν Σοφ. Ἠλ. 1276, πρβλ. Ἀντιφῶντα 122. 33, Ξεν. Ἀν. 7. 6, 9, Ἰσαῖον 73. 46, κλ.· ἀπολ. ἐξαπατῶ, λέγειν μέν οὐκ ἔνεστ’, ἀποστερεῖν δ’ ἔνι Ἀριστοφ. Νεφ. 487· ἀπεστερηκὼς γίγνεται, ἐλλειμματίας, καταχραστὴς χρημάτων (ὁ Βέκκ. προτείνει ἀπειρηκὼς), Πλάτ. Φαῖδρ. 241Β: - Παθ. ἀποστεροῦμαί τινος μετὰ γεν., Ἑλλάδος ἀπεστερημένος Ἡρόδ. 3. 130· σοῦ δ’ ἀπεστηρημένη Σοφ. Ἠλ. 813· ἡδονῶν Ἀριστοφ. Νεφ. 1072· πάντων ἂν ἀπεστερήμην Δημ. 549, 12· μετ’ αἰτ., ἵππους ἀπεστέρηνται Ξεν. Κύρ. 6. 1, 12, κτλ.· ἀπολ. εἰ δ’ ἀπεστερήμεθα, ἐὰν δὲ ἀπετύχομεν, Σοφ. Αἴ. 781 (ὁ Badh. εἰδ’ ἄρ’ ὑστερήκαμεν). ἴδε Jebb ἐν τόπῳ. 2) ἀπ. ἑαυτόν τινας, ἀποσπῶ, ἀποσύρω, ἀπομακρύνω ἐμαυτὸν ἀπό τινος προσώπου ἢ πράγματος, τῶν [ἀγαλμάτων]… ἀπεστέρησ’ [ἐμαυτὸν οὐδενὸς Ἀντιφῶν 128. 28· ἄλλου αὐτὸν ἀπ., Θουκ. 1. 40· ἀποστεροῦντα ζῶνθ’ ἑαυτὸν τοῦ φρονεῖν Κρώβυλ. ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 2· ὥστε… ἐκείνους τε καὶ παντάπασιν ἀπεστερηκέναι, εἰ καὶ κρατοῖεν, μὴ ἂν ἔτι σφᾶς ἀποτειχίσαι, ὥστε… καὶ ἐκείνους [τοὺς Ἀθηναίους] ἀπεστέρησαν ἐντελῶς τῆς δυνάμεως [οἱ Συρακόσιοι], νὰ μὴ δύνανται νὰ ἀποτειχίσωσιν αὐτοὺς καὶ ἂν ἀκόμη ἐνίκων ἐν τῷ πεδίῳ τῆς μάχης, Θουκ. 7. 6, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 868D: - ἀντιστρόφως, ἀπ. τί τινος Πλουτ. Αἰμίλ. 26. 3) μετ’ αἰτ. προσ., ἀποστερῶ τῆς ἀρχῆς, ἀποστερήσας (ὁ Γέλων) τοὺς Ἱπποκράτιος παῖδας Ἡρόδ. 7. 155, Ἀριστοφ. Πλ. 373, Πλάτ., κτλ.: - Ἐν Εὐρ. Ἑλένη 577, τὸ δὲ σαφὲς μ’ ἀποστερεῖ, φαίνεται νὰ σημαίνῃ, ἡ βεβαιότης μὲ καταλείπει, ὅ ἐ. δὲν εἶμαι βέβαιος. 4) μετ’ αἰτ. πράγμ. μόνον, δὲν δίδω ὅπερ ὑπισχνοῦμαι, κατακρατῶ αὐτό, Αἰσχύλ. Πρ. 777, Σοφ. Ο. Τ. 323, Φ. 931, Ἀριστοφ. Νεφ. 1305, Δημ. 528. 16· Ζεὺς… ἀποστεροίη γάμον, εἴθε νὰ τὸν ἀποτρέψῃ, Αἰσχύλ. Ἱκ. 1023. ΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ ἐξάγω ἀρνητικὸν συμπέρασμα, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 28, 11· πρβλ. στερητικός.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
priver de, dépouiller de : τινά τινος ἀπ. dépouiller qqn de qch (de sa fortune, de la royauté, de la vie, etc.) ; τινά τι ou τινός τι enlever qch à qqn ; ἀπ. γάμον ESCHL détourner un mariage ; Pass. être dépossédé ou privé de, gén. ou acc..
Étymologie: ἀπό, στερέω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [fut. med. ἀποστεροῦμαι And.Myst.149]
1 robar, despojar, defraudar c. ac. de pers. y gen. de cosa ολλοὺς δὲ χρημάτων ἀπεστέρησε Hdt.5.92ε
c. doble ac. τὰ χρήματα ἡμᾶς D.34.38
sólo c. ac. de pers. θεούς Pl.Lg.917d, οὐδένα Ar.Pl.373, ἀδελφούς 1Ep.Cor.6.7, τὸ δὲ σαφές μ' ἀποστερεῖ pero la evidencia me defrauda E.Hel.577, en v. pas. εἰ δ' ἀπεστερήμεθα pero si quedamos frustrados S.Ai.782
sólo c. ac. de cosa, ref. a una deuda no pagada χρήματα Ar.Nu.1305, παρακαταθήκην Arist.Rh.1383b20, κέρδος A.Pr.777, βίον S.Ph.931, τὰς ὄρνεις D.P.Au.1.22, cf. Is.5.40, D.21.44
abs. cometer fraude ἀπεστερηκὼς ὑπ' ἀνάγκης Pl.Phdr.241b, cf. Ar.Nu.487, Is.9.31, Chrysipp.Stoic.3.85.
2 privar c. ac. de pers. y gen. de abstr., gener. τὸν πατέρα τῆς τυραννίδος Ar.Au.1605, ἅπαντας ... τῆς ἀμφισβητήσεως Is.6.59, τῆς ψυχῆς ... αὐτόν Antipho 4.1.6, τὰς ... ψυχὰς ... τῆς δυνάμεως Plu.2.431e, c. el ac. no expresado μόρος τοῦ ζῆν ἀπεστέρησε A.Pr.681
en v. pas. ser privado de c. gen. τῆς Ἑλλάδος ... ἀπεστερημένος Hdt.3.130, σοῦ τ' ἀπεστερημένη καὶ πατρός S.El.813, ἡδονῶν Ar.Nu.1072, ἁπάντων D.21.106, cf. Is.7.25, POxy.2704.13 (III d.C.), c. ac. ὅσοι τε ἵππους ἀπεστέρηνται X.Cyr.6.1.12
esp. c. ac. del pron. refl. τῶν (ἀγαλμάτων) ... ἀπεστέρησ' ἐμαυτόν S.OT 1381, οὐκ ἀποστερῶν γε τῶν ἐς τὴν πόλιν ἑαυτὸν οὐδενός Antipho 5.78, ἄλλου ἑαυτόν Th.1.40, ἑαυτὸν τοῦ φρονεῖν Crobyl.3, cf. Theopomp.Hist.66
tb. inversamente c. ac. de abstr. o de cosa y gen. de pers. τὸν ἔλεον ἀπεστήρησεν ἑαυτοῦ Plu.Aem.26, τῶν διδασκάλων αὐτοῦ τὸν μισθὸν Plu.Dem.4
c. doble ac. μή μ' ἀποστερήσῃς ἡδονάν S.El.1276, τὸ ἥμισυ τῆς κατηγορίας ἐμαυτὸν ἂν ἀπεστέρησα Antipho 3.3.2, cf. Is.8.43, Th.7.6, Arist.EN 1160a5, X.An.7.6.9.
3 privar de la participación, marginar με Melit.Fr.Pap.82.19.
4 negar, refutar, rechazar φάτιν S.OT 323
abs. en lóg. obtener una conclusión negativa Arist.APr.44b23.