Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀΐτας: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(Bailly1_1)
(2)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>gén.</i> -εω, <i>acc.</i> -αν (ὁ) :<br /><i>terme dor.</i><br />jeune homme aimé, éromène.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. incert., pê de [[ἀΐω]]¹.
|btext=<i>gén.</i> -εω, <i>acc.</i> -αν (ὁ) :<br /><i>terme dor.</i><br />jeune homme aimé, éromène.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. incert., pê de [[ἀΐω]]¹.
}}
{{grml
|mltxt=ἀίτας, ο (θηλ. ἀῑτις, -ιδος) (Α)<br />([[λέξη]] της δωρικής διαλέκτου που στον Θεόκριτο, 12, 14, εμφανίζεται με τον τύπο αἴτης, ο)<br /><b>1.</b> ο [[νέος]] που αγαπιέται, ο [[ερωμένος]], σε [[αντίθεση]] [[προς]] το [[εἰσπνήλας]] ή [[εἴσπνηλος]] (= αυτός που αγαπά, ο ερωτευμένος, ο ερών)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[εραστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[ἐνηής]] «[[ήπιος]], [[ευμενής]]» (από <i>ἦος</i>, το <span style="color: red;"><</span> <i>ἆ</i>(<i>F</i>)<i>ος</i><br />[[ήτοι]] <i>ἀίτας</i> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>(<i>F</i>)-<i>ίτᾶς</i>) ή <span style="color: red;"><</span> <i>ἀίω</i> «[[ακούω]]»].
}}
}}

Revision as of 06:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀΐτας Medium diacritics: ἀΐτας Low diacritics: αΐτας Capitals: ΑΪΤΑΣ
Transliteration A: aḯtas Transliteration B: aitas Transliteration C: aitas Beta Code: a)i/+tas

English (LSJ)

[ῑ], ὁ, Dor. word for

   A a beloved youth, answering to εἰσπνήλας or εἴσπνηλος (the lover), Ar.Fr.738 (fort. Eratosth.), Theoc.12.14 (αἴτης, said to be a Thessalian word), cj. in 23.63; generally, lover, Χρύσας (sc. Ἀθανᾶς) δ' ἀΐτας Dosiad.Ara5, cf. Lyc.461:—fem. ἀῖτις Hdn.Gr.1.105, 2.296, cf. Alcm.125.

Greek (Liddell-Scott)

ἀΐτας: [ῑ], ὁ, Δωρ. λέξις ἐπὶ φιλουμένου νεανίου, ὁ ἐρώμενος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εἰσπνήλας ἢ εἴσπνηλος, (ὁ ἐραστής, ὁ ἐρῶν), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 576, Θεόκρ. 12. 14 (ἔνθα ὁ σχολιαστὴς λέγει ὅτι εἶναι Θεσσαλική λέξις), 23, 63, ὅπου ὁ Ahrens διορθοῖ, «στέργετε δ’ οἱ μισεῦντες», ἀντὶ τοῦ «στέργετε δ’ ὔμμες ἀίτας»· ὡσαύτως καθόλου, ἐραστής, Χρύσας δ’ ἀΐτας, Ἀνθ. Π. 15. 26: ― θηλ. ἀϊτίς (-ίος), εὕρηται παρ’ Ἀλκμᾶνι 125. Πρβλ. Μυλλέρου Δωρ. 4. 4, 6. (Παράγεται ἢ ἐκ τοῦ ἀΐω καὶ σημαίνει ὁ ἀκούων, δίδων ἀκρόασιν εἴς τινα, ἢ ἐκ τοῦ ἄω ἢ ἄημι· πρβλ. εἰσπνήλας).

French (Bailly abrégé)

gén. -εω, acc. -αν (ὁ) :
terme dor.
jeune homme aimé, éromène.
Étymologie: DELG étym. incert., pê de ἀΐω¹.

Greek Monolingual

ἀίτας, ο (θηλ. ἀῑτις, -ιδος) (Α)
(λέξη της δωρικής διαλέκτου που στον Θεόκριτο, 12, 14, εμφανίζεται με τον τύπο αἴτης, ο)
1. ο νέος που αγαπιέται, ο ερωμένος, σε αντίθεση προς το εἰσπνήλας ή εἴσπνηλος (= αυτός που αγαπά, ο ερωτευμένος, ο ερών)
2. (γενικά) εραστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. πιθ. < ἐνηής «ήπιος, ευμενής» (από ἦος, το < (F)ος
ήτοι ἀίτας < α(F)-ίτᾶς) ή < ἀίω «ακούω»].