μύσταξ: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(Bailly1_3) |
(26) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ακος (ὁ) :<br />lèvre supérieure ; moustache.<br />'''Étymologie:''' DELG ? -- Babiniotis cf. [[μάσταξ]] ? | |btext=ακος (ὁ) :<br />lèvre supérieure ; moustache.<br />'''Étymologie:''' DELG ? -- Babiniotis cf. [[μάσταξ]] ? | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[μύσταξ]] και, σπαν. [[βύσταξ]], -ακος)<br /><b>1.</b> [[μουστάκι]], το πυκνό [[τρίχωμα]] στο άνω [[χείλος]] τών [[ανδρών]]<br /><b>2.</b> αραιές [[τρίχες]], νημάτια που φυτρώνουν στο [[πάνω]] [[χείλος]] ζώων, όπως της γάτας, της [[τίγρης]], ή ψαριών, όπως της τρίγλης, του μπαρμπουνιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μύσταξ]], σχηματισμένη [[κατά]] το [[μάσταξ]], ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>mu</i>- «[[μουρμουρίζω]], [[μίμηση]] του ήχου που παράγεται με σφιγμένα τα χείλια» και συνδέεται με τη τ. [[μύλλον]] «[[χείλος]]». Ο σπανιότερος τ. [[βύσταξ]] αποτελεί πιθ. παρεφθαρμένο τ. του [[μύσταξ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ᾰκος, ὁ, Dor. and Lacon. for μάσταξ, and always masc., whereas μάσταξ is fem.:—
A upper lip or moustache, Stratt.65, Eub. 113, Theoc.14.4, LXX 2 Ki.19.24(25); the Spartan Ephors on coming into office issued an edict, κείρεσθαι τὸν μύστακα καὶ προσέχειν τοῖς νόμοις, Arist.Fr.539.
German (Pape)
[Seite 223] ακος, ὁ, dor. = μάσταξ (vgl. auch βύσταξ), die Oberlippe und der daran wachsende Bart, Schnurrbart, les moustaches; Theocr. 14, 4; Plut. Cleom. 9 de S. N. V. 4; auch Strattis bei E. M. 803, 47 u. Eubul. B. A. 108, 28.
Greek (Liddell-Scott)
μύσταξ: -ᾰκος, ὁ, Δωρ. καὶ Λακων. ἀντὶ μάσταξ ΙΙΙ, καὶ ἀείποτε ἀρσ., ἐν ᾧ τὸ μάσταξ εἶναι θηλ.: - τὸ ἄνω χεῖλος, αἱ ἐπ’ αὐτοῦ τρίχες, τὸ «μουστάκι», Στράττις ἐν Ἀδήλ. 6 (ἔνθα ἴδε Meineke), Θεόκρ. 14. 4· ἐν Σπάρτῃ οἱ ἔφοροι εἰς τὴν ἀρχὴν εἰσιόντες, προεκήρυττον εἰς τοὺς πολίτας: κείρεσθαι τὸν μύστακα καὶ προσέχειν (ἢ πείθεσθαι) τοῖς νόμοις, Ἀριστοφ. Ἀποσπάσ. 496, Πλούτ. 2. 550Β· ἴδε Müller Dor. 3. 7. § 7. - Πρβλ. βύσταξ.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
lèvre supérieure ; moustache.
Étymologie: DELG ? -- Babiniotis cf. μάσταξ ?
Greek Monolingual
ο (Α μύσταξ και, σπαν. βύσταξ, -ακος)
1. μουστάκι, το πυκνό τρίχωμα στο άνω χείλος τών ανδρών
2. αραιές τρίχες, νημάτια που φυτρώνουν στο πάνω χείλος ζώων, όπως της γάτας, της τίγρης, ή ψαριών, όπως της τρίγλης, του μπαρμπουνιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μύσταξ, σχηματισμένη κατά το μάσταξ, ανάγεται στην ΙΕ ρίζα mu- «μουρμουρίζω, μίμηση του ήχου που παράγεται με σφιγμένα τα χείλια» και συνδέεται με τη τ. μύλλον «χείλος». Ο σπανιότερος τ. βύσταξ αποτελεί πιθ. παρεφθαρμένο τ. του μύσταξ.