ἀντάξιος: Difference between revisions
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
(Bailly1_1) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />équivalent à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἄξιος]]. | |btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />équivalent à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἄξιος]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=ον: equivalent in [[value]], [[worth]]; w. gen., ἶητρὸς γὰρ ἀνὴρ πολλῶν [[ἀντάξιος]] ἄλλων, Il. 11.514. (Il.) | |||
}} | }} |
Revision as of 15:23, 15 August 2017
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον Theoc.17.114:—
A worth just as much as, c. gen., ψυχῆς ἀ. worth life itself, Il.9.401; πολλῶν ἀ. ἄλλων 11.514; ἕκαστος δέκα ἀνδρῶν ἀ. worth as much as ten, Hdt.7.103, cf. 2.148, Pl.Lg.730d, X.Mem.2.10.3 etc.; worthy of, τέχνας Theoc.l.c. 2 abs., worth as much, worth no less, Il.1.136.
German (Pape)
[Seite 244] gleichviel werth, aufwiegend, γέρας ἀντάξιον Iliad. 1, 136; ἰητρὸς ἀνὴρ πολλῶν ἀντ. ἄλλων Il. 11, 514, vgl. Plat. Conv. 214 b; ψυχῆς ἀντάξιον, so viel werth, wie das Leben, Iliad. 9, 401; κείνων ἕκαστος δέκα ἀνδρῶν ἀντ. Her. 7, 103 u. 2, 146; πᾶς ὁ χρυσὸς ἀρετῆς οὐκ ἀντ. Plat. Legg. V, 728 a; Folgd.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντάξιος: -α, -ον, ἴσος κατὰ τὴν ἀξίαν, μ. γεν., οὐ γὰρ ἐμοὶ ψυχῆς ἀντάξιον Ἰλ. Ι. 401˙ πολλῶν ἀντάξιος ἄλλων Λ. 514˙ ἕκαστος δέκα ἀνδρῶν ἀντ., ἴσος κατὰ τὴν ἀξίαν πρὸς δέκα ἄνδρας, Ἡρόδ. 7. 103, πρβλ. 2. 148˙ οὕτω καὶ παρὰ Πλάτ., Ξεν., κλ. 2) ἀπόλ., ὁ οὐχὶ κατωτέρας ἀξίας, ἰσάξιος, ἄρσαντες κατὰ θυμόν, ὅπως ἀντάξιον ἔσται «ἴσον τῇ τιμῇ, ἰσότιμον» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 136: - Συγκρ. -ώτερος, Κύριλλ. Ἀλ. - Ἐπίρρ. -ίως Σχόλ. εἰς Λουκ. (Ζεὺς Τραγ. 55).
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
équivalent à, gén..
Étymologie: ἀντί, ἄξιος.
English (Autenrieth)
ον: equivalent in value, worth; w. gen., ἶητρὸς γὰρ ἀνὴρ πολλῶν ἀντάξιος ἄλλων, Il. 11.514. (Il.)