ποιός: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar

Menander, Monostichoi, 335
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />de telle ou telle qualité, de telle ou telle sorte, tel ou tel, <i>d’ord. suivi de</i> [[τις]].<br />'''Étymologie:''' *πός.
|btext=ά, όν :<br />de telle ou telle qualité, de telle ou telle sorte, tel ou tel, <i>d’ord. suivi de</i> [[τις]].<br />'''Étymologie:''' *πός.
}}
{{grml
|mltxt=-ά, -όν, ΝΜΑ<br />(αόρ. αντων.) <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[ποιόν]]<br /><b>βλ.</b> [[ποιόν]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει μια [[ποιότητα]], κάποια εσωτερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τα οποία συγκροτούν την ιδιαίτερη [[φύση]] του<br /><b>αρχ.</b><br />([[πάντοτε]] με την αντων. <i>τις</i>)<br /><b>1.</b> [[κάποιος]], [[λίγος]], [[λιγοστός]], [[ελαφρός]], [[μερικός]] («ἐπῆλθε [[ποιά]] τις [[βελτίωσις]]»)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ποιῶς</i> Α<br />(ως τροπ.) με κάποιο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αόριστη αντων. [[ποιός]], [[ποιά]], [[ποιόν]] έχει σχηματιστεί από το [[θέμα]] <i>πο</i>- τών ερωτηματικών και αόριστων αντων. (<b>βλ. λ.</b> <i>πο</i>-) με [[επίθημα]] -<i>οιος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ποίος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποιός Medium diacritics: ποιός Low diacritics: ποιος Capitals: ΠΟΙΟΣ
Transliteration A: poiós Transliteration B: poios Transliteration C: poios Beta Code: poio/s

English (LSJ)

ά, όν, indef. Adj.

   A of a certain nature, kind, or quality, Pl.Lg. 770d, Arist.Cat.10a27, etc.; esp. joined with τις, Pl.Sph.262e, al., Arist.Cat.8b25; ποιὰ ἄττα Pl.R.438b, al.; τὸ ποιόν, = ποιότης, Arist. Metaph.1083a11, al.; μοναχῶς μὲν ἡ ποιότης λέγεται κατ' αὐτοὺς τοὺς Στωϊκούς, τριχῶς δὲ ὁ ποιός Stoic.2.129, cf. 131,168, al.: pl., τὰ τοιαῦτα π. Iamb.Comm.Math.14; τὸ π. μέλος such-and-such, PMag.Par.1.327.

German (Pape)

[Seite 652] Indefinitum zum Vor., von einer gewissen Beschaffenheit, Eigenschaft, so u. so beschaffen; οὐκοῦν καὶ ποιόν τινα αὐτὸν τὸν λόγον εἶναι δεῖ, Plat. Soph. 262 e; τῶν δὲ ποιῶν τινῶν ποιὰ ἄττα, Rep. IV, 438 e; Arist. eth. 1, 9 u. sonst, u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ποιός: -ά, -όν, ἀόρ. ἀντων., ὁ ἔχων φύσιν τινά, εἶδός τι ἢ ποιότητά τινα, συχν. παρὰ Πλάτ., μάλιστα συνημμένον μετὰ τοῦ τις, οἷον, ποιός τις, ποιὰ ἄττα ἐν Σοφ. 262Ε, ἐν Πολ. 438Ε· ἴδε Ἀριστ. Κατηγ. 4. 1., 8, 1 κἑξ.· τὸ ποιόν, = ποιότης, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 10. 6, 11, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
de telle ou telle qualité, de telle ou telle sorte, tel ou tel, d’ord. suivi de τις.
Étymologie: *πός.

Greek Monolingual

-ά, -όν, ΝΜΑ
(αόρ. αντων.) το ουδ. ως ουσ. το ποιόν
βλ. ποιόν
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει μια ποιότητα, κάποια εσωτερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τα οποία συγκροτούν την ιδιαίτερη φύση του
αρχ.
(πάντοτε με την αντων. τις)
1. κάποιος, λίγος, λιγοστός, ελαφρός, μερικός («ἐπῆλθε ποιά τις βελτίωσις»)
επίρρ...
ποιῶς Α
(ως τροπ.) με κάποιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αόριστη αντων. ποιός, ποιά, ποιόν έχει σχηματιστεί από το θέμα πο- τών ερωτηματικών και αόριστων αντων. (βλ. λ. πο-) με επίθημα -οιος (πρβλ. ποίος)].