Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προσέοικα: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[προσείκω]].
|btext=v. [[προσείκω]].
}}
{{grml
|mltxt=και αττ. τ. προσεῑκα και παθ. τ. παρακμ. [[προσήιξαι]] Α<br />(παρακμ. με σημ. ενεστ.)<br /><b>1.</b> [[φαίνομαι]] όμοιος, [[μοιάζω]] με κάποιον ή με [[κάτι]] (α. «λέοντι φαίνεται [[προσεικέναι]]», <b>Ευρ.</b><br />β. «κατὰ τὸ [[χρῶμα]] μόνον προσέοικεν ἱέρακι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φαίνομαι]] [[κατάλληλος]], [[αρμόδιος]] («δρᾷ τὰ μὴ προσεικότα»<br /><b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φαίνομαι]] ότι [[πράττω]] [[κάτι]] («τοιούτοις δὲ τισιν προσέοιχ' ὁ γράφων χρῆσθαι», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἔοικα]] «[[μοιάζω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσέοικα Medium diacritics: προσέοικα Low diacritics: προσέοικα Capitals: ΠΡΟΣΕΟΙΚΑ
Transliteration A: proséoika Transliteration B: proseoika Transliteration C: proseoika Beta Code: prose/oika

English (LSJ)

pf. with pres. sense, Att. inf. προσεικέναι prob. in E.Ba.1283, Ar.Ec.1161: Dor. plpf.

   A ποτῴκειν AP6.353 (Noss.), part. fem. ποτεοικεῖα prob. in Myia Ep.:—Pass. form of pf., προσήϊξαι E.Alc.1063:—to be like, resemble, λέοντι E.Ba. l.c., cf. Pl.Prt.331d; γεράνῳ Cratin.5; π. ταῖς ἑταίραις τὸν τρόπον in habits, Ar.l.c.; σοὶ τὴν σιμότητα Pl.Tht.143e; π. κατὰ τὸ χρῶμα ἱέρακι Arist.HA563b22; ἑορτὴν εἰς τὰ πολλὰ καθαρμῷ -εοικυῖαν Plu.Num.19.    II seem fit, τὰ μὴ προσεικότα things not fit and seemly, S.Ph.903; ἔξωρα . . κοὐκ ἐμοὶ προσεικότα Id.El.618.    III seem to do, c. inf., D.20.157.

German (Pape)

[Seite 760] (s. ἔοικα), perf. mit Präsensbdtg vom ungebr. προσείκω, att. auch προσεῖκα, inf. προσεικέναι, Eur. Bacch. 1276 Ar. Eccl. 1161, – ähnlich sein, λέοντι, Eur. a. a. O.; προσέοικέ τι δικαιοσύνη ὁσιότητι, Plat. Prot. 331 d; εἰρήνῃ, Isocr. 4, 182, u. öfter; Dem. 20, 157 u. Folgde; so auch perf. pass. προσήϊξαι, Eur. Alc. 1063; – τὰ προσεικότα, das Geziemende, Soph. Phil. 891 El. 608.

Greek (Liddell-Scott)

προσέοικα: πρκμ. μετὰ σημασίας ἐνεστ. (οὐδὲ ὑπάρχει ἐνεστώς, προσείκω, ἐν χρήσει), Ἀττ. ἀπαρ. προσεικέναι, Εὐρ. Βάκχ. 1284, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1161· Δωρ. ὑπερσ. ποτῴκειν, Νόσσις ἐν Ἀνθ. Π. 6. 353· ― πλὴν τούτου ἔχομεν παθητικὸν τύπον τοῦ πρκμ. προσήιξαι, (πρβλ. τὸ παρ’ Ὁμήρῳ ἤικτο), ἐν Εὐρ. Ἀλκ. 1063. Εἶμαι ὅμοιος, ὁμοιάζω, λέοντι Εὐρ. Βάκχ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Πλάτ. Πρωταγ. 331D· γεράνῳ Κρατῖνος ἐν «Ἀρχιλόχοις» 6· πρ. ταῖς ἑταίραις τὸν τρόπον, κατὰ τὸν τρόπον, κατὰ τὰ ἤθη, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· σοὶ τὴν σιμότητα Πλάτ. Θεαίτ. 143Ε· ὡσαύτως, πρ. τινὶ κατά τι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 7, 2· εἴς τι Πλουτ. Νουμ. 19. ΙΙ. φαίνομαι κατάλληλος, προσήκων, ἁρμόδιος, τὰ μὴ προσεικότα, πράγματα ἀνάρμοστα, Σοφ. Φιλ. 903· οὕτως, ἔξωρα... κοὐκ ἐμοὶ προσεικότα ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 618. ΙΙΙ. φαίνομαι ὅτι πράττω τι, μετ’ ἀπαρ., Δημ. 505. 4.

French (Bailly abrégé)

v. προσείκω.

Greek Monolingual

και αττ. τ. προσεῑκα και παθ. τ. παρακμ. προσήιξαι Α
(παρακμ. με σημ. ενεστ.)
1. φαίνομαι όμοιος, μοιάζω με κάποιον ή με κάτι (α. «λέοντι φαίνεται προσεικέναι», Ευρ.
β. «κατὰ τὸ χρῶμα μόνον προσέοικεν ἱέρακι», Αριστοτ.)
2. φαίνομαι κατάλληλος, αρμόδιος («δρᾷ τὰ μὴ προσεικότα»
Σοφ.)
3. φαίνομαι ότι πράττω κάτι («τοιούτοις δὲ τισιν προσέοιχ' ὁ γράφων χρῆσθαι», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἔοικα «μοιάζω»].