ἔρα: Difference between revisions

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
(Bailly1_2)
(4)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />terre.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>all.</i> Erde.
|btext=ας (ἡ) :<br />terre.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>all.</i> Erde.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔρα:''' ἡ, το Λατ. [[terra]], γη· απ' όπου, επίρρ., [[ἔραζε]], στη γη, στο [[έδαφος]], σε Όμηρ.· Δωρ. [[ἔρασδε]], σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 23:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔρα Medium diacritics: ἔρα Low diacritics: έρα Capitals: ΕΡΑ
Transliteration A: éra Transliteration B: era Transliteration C: era Beta Code: e)/ra

English (LSJ)

ἡ,

   A earth, Erot.s.v. ἕρπει, Sch.Il.Oxy.221x28, EM369.24 Hsch. (also expld. as, = κοιλία), cf. Str.16.4.27:—Adv. ἔραζε, Dor. ἔρασδε, to earth, κατὰ δὲ πτερὰ χεῦεν ἔραζε Od.15.527 ; ἀπὸ δ' εἴδατα χεῦεν ἔ. 22.85, cf. Hes.Op.421,473 ; so νιφάδες δ' ὡς πῖπτον ἔ. Il.12.156 ; οὑμὸς δὲ πότμος..κυρῶν ἄνω ἔ. πίπτει A.Fr.159 ; ὄρπακες βραβύλοισι καταβρίθοντες ἔρασδε Theoc.7.146 ; on the ground, θάλλειν Mosch.2.66.

German (Pape)

[Seite 1016] terra, Erde, als Stammform von dem Folgenden, vgl. Schol. Il. 1, 4, von ἔνεροι, wenigstens bei den Alten, u. von ἔρημοι u. ä. angenommen.

Greek (Liddell-Scott)

ἔρα: ἡ τὸ Λατ. terra, γῆ, μόνον παρὰ Γραμμ.: ἐντεῦθεν Ἐπίρρ. ἔραζε, εἰς τὴν γῆν, ἐπὶ τῆς γῆς, κατὰ δὲ πτερὰ χεῦεν ἔραζε Ὀδ. Ο. 527· ἀπό δ’ εἴδατα χεῦεν ἔρ. Χ. 85, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 419. 471· οὕτω, νιφάδες δ’ ὥς πῖπτον ἔρ. Ἰλ. Μ. 156· οὑμὸς δὲ πότμος… κυρῶν ἄνω ἔρ. πίπτει Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 155· βραβύλοισι καταβρίθοντες ἔρασδε Θεόκρ. 7. 146· ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, θάλλειν Μόσχ. 2. 66.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
terre.
Étymologie: DELG cf. all. Erde.

Greek Monotonic

ἔρα: ἡ, το Λατ. terra, γη· απ' όπου, επίρρ., ἔραζε, στη γη, στο έδαφος, σε Όμηρ.· Δωρ. ἔρασδε, σε Θεόκρ.