σκαιοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(Bailly1_4)
(37)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />gaucherie, maladresse, grossièreté.<br />'''Étymologie:''' [[σκαιός]].
|btext=ης (ἡ) :<br />gaucherie, maladresse, grossièreté.<br />'''Étymologie:''' [[σκαιός]].
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[σκαιός]]<br /><b>1.</b> [[έλλειψη]] ευγένειας και καλής διάθεσης στη [[συμπεριφορά]] ενός ανθρώπου, [[σκαιότητα]]<br /><b>2.</b> [[ανοησία]], [[μωρία]]<br /><b>3.</b> [[ηθική]] [[διαστροφή]].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκαιοσύνη Medium diacritics: σκαιοσύνη Low diacritics: σκαιοσύνη Capitals: ΣΚΑΙΟΣΥΝΗ
Transliteration A: skaiosýnē Transliteration B: skaiosynē Transliteration C: skaiosyni Beta Code: skaiosu/nh

English (LSJ)

ἡ,= sq., S.OC1213 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 888] ἡ, = σκαιότης; Soph. O. C. 1215; Ar. bei Suid.

Greek (Liddell-Scott)

σκαιοσύνη: ἡ, = τῷ ἑπομ., Σοφ. Ο. Κ. 1213.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
gaucherie, maladresse, grossièreté.
Étymologie: σκαιός.

Greek Monolingual

ἡ, Α σκαιός
1. έλλειψη ευγένειας και καλής διάθεσης στη συμπεριφορά ενός ανθρώπου, σκαιότητα
2. ανοησία, μωρία
3. ηθική διαστροφή.